WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
have dealings with [sb/sth] v expr (do business with)συνεργάζομαι με κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
  έχω επαγγελματικές σχέσεις με κπ/κτ περίφρ
  (καθομιλουμένη)έχω πάρε-δώσε με κπ/κτ έκφρ
 He has dealings with representatives of foreign companies.
have dealings with [sb] v expr informal (associate with)έχω σχέσεις με κπ περίφρ
  (καθομιλουμένη)έχω πάρε-δώσε με κπ έκφρ
 Parker had dealings with known gangsters.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση have dealings with στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «have dealings with».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!