grilled

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɡrɪld/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: grilled, grill

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grilled adj US (cooked directly over heat source) (μαγειρική)ψημένος στο γκριλ, ψημένος στη σχάρα, ψητός στο γκριλ, ψητός στη σχάρα έκφρ
  στο γκριλ έκφρ
  στη σχάρα έκφρ
  σχάρας έκφρ
 The barbecue was great; I especially enjoyed the grilled chicken.
grilled adj UK (broiled: cooked directly under heat source) (μαγειρική)ψητός στο γκριλ έκφρ
  στο γκριλ έκφρ
 The grilled salmon fillets are crispy on top.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grill n (appliance)ψησταριά ουσ θηλ
  (ηλεκτρικό, στον φούρνο)γκριλ ουσ ουδ άκλ
 Fred bought a brand new grill for this summer's cookout.
 Ο Φρεντ αγόρασε μια ολοκαίνουργια ψησταριά για το φετινό καλοκαιρινό μπάρμπεκιου.
grill n (restaurant) (μεταφορικά)ψησταριά ουσ θηλ
  ψητοπωλείο ουσ ουδ
 Jean took her friend down to the local grill to enjoy some of their amazing meats.
 Η Τζην πήγε τη φίλη της στην τοπική ψησταριά για να απολαύσουν μερικά από τα απίστευτα κρέατά τους.
grill n (grate)σχάρα ουσ θηλ
 The grill over the fan had gathered a lot of dust over the years.
 Η σχάρα πάνω από τον ανεμιστήρα είχε μαζέψει πάρα πολλή σκόνη με τα χρόνια.
grill [sth] vtr US (cook directly over heat source)ψήνω ρ μ
 Joe liked to invite his friends over to grill steaks, drink, and relax in his backyard.
 Στον Τζο άρεσε να προσκαλεί τους φίλους του και να ψήνουν μπριζόλες, να πίνουν και να χαλαρώνουν στην πίσω αυλή του.
grill [sth] vtr UK (broil: cook directly under heat source)ψήνω ρ μ
  ψήνω κτ στο γκριλ έκφρ
  βάζω κτ στο γκριλ έκφρ
 Grill the tuna steaks on a high heat so that the skin sears.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grill n (car part)μη διαθέσιμη μετάφραση
 The grill on the front of the car was full of dead bugs.
grill n (on stove)σχάρα ουσ θηλ
 Lacking a back yard Paul had a stove top grill to cook his steak on.
grill [sb] vtr figurative, informal (interrogate) (κυριολεκτικά, μεταφορικά)ανακρίνω ρ μ
 The police grilled their suspect for hours.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
grilled | grill
ΑγγλικάΕλληνικά
chargrilled,
char-grilled,
also US: charbroiled
adj
(cooked on a charcoal grill)ψημένος στα κάρβουνα περίφρ
  στα κάρβουνα περίφρ
grilled cheese sandwich (US),
toasted cheese sandwich,
cheese toastie (UK)
n
(cheese in toast slices)τοστ ουσ ουδ άκλ
  τοστ με τυρί φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν είναι ακριβώς το ίδιο, καθώς διαφέρει ο τρόπος ψησίματος.
 Emily ordered a grilled cheese sandwich with tomatoes and fries.
grilled chicken salad US (salad with chicken)σαλάτα με ψητό κοτόπουλο περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'grilled' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: grilled to perfection, grilled [steak, salmon, shrimp, chicken], do you want your [steak] fried or grilled?, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση grilled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «grilled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!