• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
gr,
gr.
n
invariable, abbreviation (unit of measure: grain, grains)περίπου 65 μιλιγκράμ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
gr,
gr.
n
invariable, abbreviation (unit of measure: gram, grams)γρ. ουσ ουδ άκλ
gr,
gr.
n
invariable, abbreviation (unit of measure: gross)144 τεμάχια
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
gr,
gr.
n
abbreviation (grade)βαθμ. ουσ αρσ άκλ
gr,
gr.
n
abbreviation (grammar) (σντμ: γραμματική)γραμ. ουσ θηλ άκλ
gr,
gr.
n
abbreviation (physics: gravity)βαρύτητα ουσ θηλ
gr,
gr.
n
abbreviation (group)ομάδα ουσ θηλ
Gr. n abbreviation (Greece)Ελλάδα ουσ θηλ
Gr. adj abbreviation (Greek, Grecian)ελληνικός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση gr στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «gr».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!