| Κύριες μεταφράσεις |
| fringe n | UK (bangs: hair cut at front) | αφέλειες ουσ θηλ πλ |
| | (συχνά ασσύμετρη) | φράντζα ουσ θηλ |
| | Kate was tired of her hair always getting in her face, so she got a fringe when she got her hair cut. |
| | Η Κέιτ είχε βαρεθεί να πέφτουν τα μαλλιά της στο πρόσωπό της και έτσι τα έκοψε αφέλειες όταν πήγε για κούρεμα. |
| fringe n | (fabric: tasseled edge) (συχνά πληθυντικός) | κρόσι ουσ ουδ |
| | The cat kept playing with the fringe of the carpet and damaging it. |
| | Η γάτα έπαιζε συνεχώς με τα κρόσια του χαλιού και τα χάλασε. |
| fringe n | figurative (outside border) | στο άκρο περίφρ |
| | | στο όριο περίφρ |
| | | στο περίβλημα περίφρ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία και αποδίδεται περιφραστικά. |
| | It was November, and there was already a fringe of ice around the lake. |
| | Ήταν Νοέμβριος, αλλά στο άκρο της λίμνης είχε ήδη σχηματιστεί πάγος. |
| fringes npl | figurative (outskirts or edge of area) | όρια ουσ ουδ πλ |
| | | παρυφές ουσ θηλ πλ |
| | Dan lived in a small house out on the fringes of town. |
| | Robert lived in a small village on the fringes of the territory. |
| | Ο Νταν ζούσε σε ένα μικρό σπίτι στα όρια της πόλης. // Ο Ρόμπερτ ζούσε σε ένα μικρό χωριό στα όρια της επικράτειας. |
the fringes of [sth], [sth]'s fringes npl | figurative (edge, outside mainstream) (μεταφορικά) | περιθώριο ουσ ουδ |
| | The fringes of popular culture are where the most interesting art is made. |
| | Τα πιο ενδιαφέροντα έργα τέχνης δημιουργούνται στο περιθώριο της ποπ κουλτούρας. |
| fringe n | figurative (political margins) (μεταφορικά) | περιθώριο ουσ ουδ |
| | The politician was out on the fringe for most of his career and didn't win many elections. |
| | Ο πολιτικός ήταν στο περιθώριο για το μεγαλύτερο διάστημα της καριέρας του και δεν κέρδισε πολλές εκλογές. |