• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: footed, foot

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
footed,
-footed
adj
(having a given number of feet)-ποδος επίθημα
Σχόλιο: Used in combination
Σχόλιο: Αυτός που έχει συγκεκριμένο αριθμό ποδιών.
 For example: four-footed
 Για παράδειγμα: τετράποδος
footed,
-footed
adj
(having feet of a given kind)-ποδος επίθημα
  -πόδαρος επίθημα
  που έχει .... πόδια περίφρ
Σχόλιο: Used in combination
Σχόλιο: Αυτός που έχει συγκεκριμένο είδος ποδιών.
 For example: flat-footed
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
foot n (anatomy: end of leg) (κάτω από τον αστράγαλο)πόδι ουσ ουδ
  (τμήμα που πατάει κάτω)πατούσα ουσ θηλ
  (επίσημο)πέλμα ουσ ουδ
 He kicks best with his right foot.
 Κλωτσάει καλύτερα με το δεξί του πόδι.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Υποφέρει από μια μόλυνση στο πέλμα του.
foot,
plural: foot,
feet
n
(measure: 0.3048 m) (μονάδα μέτρησης)πόδι ουσ ουδ
 The box was a little more than one foot wide.
 Το κουτί είχε πλάτος λίγο περισσότερο από ένα πόδι.
foot n (base)πόδι ουσ ουδ
  (παλαιό)ποδάρι ουσ ουδ
 The foot of this cabinet needs repairing.
 Το πόδι αυτού του ντουλαπιού χρειάζεται επισκευή.
foot n (bottom)βάση ουσ θηλ
 She looked up from the foot of the stairs.
 Στάθηκε στη βάση της σκάλας και κοίταξε κατά πάνω.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
foot n (tread, step)βήμα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)δρασκελιά ουσ θηλ
 With each foot he took he was drawing nearer the edge.
foot n (infantry)πεζικό ουσ ουδ
 He led a regiment of foot in the Civil War.
foot n (chair, table leg: end)πόδι ουσ ουδ
  (κατα λέξη)κάτω μέρος του ποδιού επίπλου
 The table's front legs both ended in a scrolled foot.
foot n (end opposite the head) (μεταφορικά)πόδια ουσ ουδ πλ
 The blankets always ended up at the foot of the bed.
 Οι κουβέρτες κατέληγαν πάντα στα πόδια του κρεβατιού.
foot n (sediment, dregs) (καθομιλουμένη)κατακάθι ουσ ουδ
foot it vtr (walk)περπατώ ρ αμ
  πάω με τα πόδια, πηγαίνω με τα πόδια περίφρ
 The car has broken down, so we'll have to foot it.
foot [sth] vtr (walk on, tread)πατώ, πατάω ρ αμ
 On opening night, several actors will foot the stage for the first time.
foot [sth] vtr informal (pay: a bill)πληρώνω ρ μ
 The father of the bride will foot the bill for the wedding.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
footed | foot
ΑγγλικάΕλληνικά
cloven-footed adj (animal: with split feet)δίχηλος επίθ
 The pig is a cloven-footed animal.
clubfooted,
club-footed,
club footed
adj
(having a club foot)που έχει κοιλοποδία περίφρ
flatfooted,
flat-footed
adj
(having a low foot arch)που έχει πλατυποδία περίφρ
 Being flat-footed can keep you out of the army because you can't march long distances.
flatfooted,
flat-footed
adj
figurative, informal (unprepared)απροετοίμαστος επίθ
 I was caught flat-footed when they asked me to make an impromptu speech.
flatfooted,
flat-footed
adj
figurative, informal (clumsy)βαρετός επίθ
  ανιαρός επίθ
 He is flat-footed at parties, but in private conversation his wit shows through.
flatfooted,
flat-footed
adj
figurative, informal (unimaginative) (μεταφορικά)επίπεδος επίθ
  κοινότυπος, συνηθισμένος επίθ
  χωρίς φαντασία περίφρ
 Their flat-footed strategy cost them the game.
flatfooted,
flat-footed
adj
US, figurative, informal (blunt, direct) (καθομιλουμένη)ντόμπρος επίθ
  (μεταφορικά)ευθύς επίθ
 He's a flat-footed, plain speaking guy.
fleet-footed adj (swift)γρήγορος επίθ
  σβέλτος επίθ
 The fleet-footed thief escaped with the lady's handbag.
four-footed adj (animal: having four feet)τετράποδος επίθ
left-footed adj (person: uses left foot)αριστεροπόδαρος ουσ αρσ
left-footed adj (done with left foot)με το αριστερό περίφρ
  με το αριστερό πόδι περίφρ
  αριστερός επίθ
light-footed adj informal (stepping nimbly)που έχει ελαφρύ βήμα περίφρ
  που περπατάει χωρίς θόρυβο περίφρ
nymphalid n (butterfly of Nymphalidae family)νυμφαλίδα ουσ θηλ
surefooted,
sure-footed
adj
(having an unfaltering step) (κυριολεκτικά)που έχει σίγουρο βήμα, που έχει σταθερό βήμα περίφρ
surefooted,
sure-footed
adj
figurative (confident, not faltering) (μεταφορικά)αξιόπιστος, σταθερός επίθ
web-footed,
webfooted
adj
(having feet with webbed toes)που νηκτική μεμβράνη στα δάχτυλα των ποδιών περίφρ
  που έχει νηκτική μεμβράνη περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'footed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση footed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «footed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!