WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
flared adj | (trousers: wide at ankle) | καμπάνα ουσ ως επίθ |
| Brenda is wearing a purple blouse and flared jeans. |
| Η Μπρέντα φοράει μωβ μπλούζα και παντελόνι καμπάνα. |
flared adj | (nostrils: open wide) (ρουθούνια) | ορθάνοιχτος επίθ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία ως προς τη χρήση. |
| The woman gritted her teeth, and with flared nostrils, said, "I refuse!" |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
flare n | (burst of light) (σύντομη) | αναλαμπή ουσ θηλ |
| | λάμψη ουσ θηλ |
| | έκλαμψη ουσ θηλ |
| There was a bright flare in the distance. |
| Υπήρχε μια έντονη λάμψη στο βάθος. |
flare n | (distress signal: flame) | φωτοβολίδα ουσ θηλ |
| The lost hiker shot a flare into the sky. |
| Ο πεζοπόρος που χάθηκε έριξε μια φωτοβολίδα στον ουρανό. |
flares npl | (wide-bottomed trousers) (μεταφορικά: ρούχο) | καμπάνα ουσ θηλ |
| | παντελόνι καμπάνα φρ ως ουσ ουδ |
| Kate bought a pair of flares on sale. |
| Η Κέιτ αγόρασε ένα παντελόνι καμπάνα στις εκπτώσεις. |
flare⇒ vi | (blaze brightly) | λαμπαδιάζω ρ αμ |
| | βγάζω μια λάμψη περίφρ |
| (φως) | λάμπω, λαμποκοπώ ρ αμ |
| (καθομ: φλόγα) | φουντώνω ρ αμ |
| The match flared when Jim struck it. |
| Το σπίρτο λαμπάδιασε όταν το άναψε ο Τζιμ. |
flare vi | figurative (violence: erupt) | ξεσπάω, ξεσπώ ρ αμ |
| Armed conflict flared in the troubled country. |
| Ένοπλες διαμάχες ξέσπασαν στην ταραγμένη χώρα. |
flare vi | (nostrils: open wide) | διευρύνομαι ρ αμ |
| (καθομιλουμένη) | ανοίγω ρ αμ |
| The horse was scared and its nostrils flared. |
| Το άλογο φοβήθηκε και άνοιξαν τα ρουθούνια του. |
flare vi | (widen at one end) (στη μία άκρη) | διευρύνομαι ρ αμ |
| (καθομιλουμένη) | ανοίγω ρ αμ |
| The tube flares at one end. |
| Ο σωλήνας ανοίγει στη μια άκρη. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
flare, landing flare n | (aeronautic maneuver) | οριζοντίωση ουσ θηλ |
| | τελική οριζοντίωση για την προσγείωση περίφρ |
flare n | figurative (sudden emotion) (μεταφορικά) | κύμα ουσ ουδ |
| Julie felt a flare of anger at Mike's accusation. |
flare n | (medicine: recurrence of condition) | κρίση ουσ θηλ |
| I'm having a flare of my arthritis; my knees feel stiff today. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs flare | flared |
flare up vi phrasal | (flame: blaze) | φουντώνω ρ αμ |
| | αναζωπυρώνομαι ρ αμ |
| The fire flared up after fire fighters thought it was extinguished. |
| Η φωτιά φούντωσε αφού οι πυροσβέστες νόμισαν ότι έσβησε. |
flare up vi phrasal | figurative (condition: erupt, worsen) (μεταφορικά: υπάρχει ήδη) | φουντώνω ρ αμ |
| | επιδεινώνομαι ρ αμ |
| (τα συμπτώματα) | επανεμφανίζομαι ρ αμ |
| (για πρώτη φορά) | εμφανίζομαι ρ αμ |
| The shingles disease can flare up later in life for those who had chicken pox as a child. |
| Ο έρπης ζωστήρας μπορεί να εμφανιστεί σε μεγαλύτερη ηλικία σε εκείνους που πέρασαν ανεμοβλογιά στην παιδική τους ηλικία. |
flare up vi phrasal | (skin: develop a rash) | εμφανίζω εξανθήματα έκφρ |
| (καθομιλουμένη) | βγάζω σπυράκια, πετάω σπυράκια έκφρ |
| | γεμίζω σπυράκια έκφρ |
| (λαϊκό) | βγάζω σπιθουράκια έκφρ |
| My skin flares up if I eat onions. |
| Το δέρμα μου γεμίζει σπυράκια, άμα φάω κρεμμύδια. |
flare up vi phrasal | figurative (violence trouble: erupt) (μεταφορικά) | φουντώνω ρ αμ |
| (μεταφορικά) | εκρήγνυμαι ρ αμ |
| Violence has flared up in the disputed territory. |
| Η βία φούντωσε στην αμφισβητούμενη περιοχή. |
flare up, flare out vi phrasal | figurative (get angry) (μεταφορικά) | φουντώνω ρ αμ |
| | θυμώνω ρ αμ |
| (αργκό, μεταφορικά) | τα παίρνω έκφρ |
| He has such a bad temper that he flares up easily. |
| Είναι τόσο οξύθυμος που θυμώνει εύκολα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: