WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
flank n | (body: side) (άνθρωπος) | λαγόνα ουσ θηλ |
| | λαγόνι ουσ ουδ |
| (ζώο) | πλευρά ουσ ουδ πλ |
| (κομμάτι μοσχαρίσιου κρέατος) | λάπα ουσ θηλ |
| The hunter shot the deer in the flank. |
| Ο κυνηγός πυροβόλησε το ελάφι στα πλευρά. |
flank n | (military, combat) (μονάδας μάχης) | πτέρυγα ουσ θηλ |
| The cavalry struck the enemy's flank. |
| Το ιππικό χτύπησε την πτέρυγα μάχης του εχθρού. |
flank n | (side) | πλευρά ουσ θηλ |
| | πλαϊνό μέρος επίθ + ουσ ουδ |
| The ivy grew up the building's flank. |
| Ο κισσός μεγάλωνε στη μια πλευρά του κτιρίου. |
flank [sb/sth]⇒ vtr | (military, combat) | πλαγιοκοπώ, πλευροκοπώ ρ μ |
| The army's main body engaged the enemy while a smaller group flanked them. |
flank [sb/sth] vtr | usually passive (be at the side of) | συνοδεύομαι ρ μ |
| (κυριολεκτικά) | είμαι στο πλευρό κπ έκφρ |
| The boss was flanked by his two most trusted advisers. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
flank n | (rugby: wing) | φλανκ ουσ αρσ άκλ |
| Tim played blindside flank. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: