• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fisticuffs npl informal (fist-fighting) (επίσημο)γρονθοκόπημα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)μπουνιές, γροθιές ουσ θηλ πλ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)ξύλο ουσ ουδ
  (αργκό)μπουνίδι ουσ ουδ
 The two men argued until, in the end, they broke out in fisticuffs.
 Οι δυο άντρες τσακώνονταν μέχρι που στο τέλος έπεσαν μπουνιές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fisticuffs στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fisticuffs».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!