fed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations'Fed', 'fed': /ˈfɛd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/fɛd/ ,USA pronunciation: respelling'Fed', 'fed': (fed)

Inflections of 'fed' (n): npl: feds
From the verb feed: (⇒ conjugate)
fed is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: fed, feed

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Fed n US, abbreviation (Federal Reserve Bank) (στις ΗΠΑ)Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων φρ ως ουσ θηλ
  Fed ουσ θηλ άκλ
Fed n US, abbreviation, often plural (law: federal employee, esp. FBI)ομοσπονδιακός αξιωματούχος στις ΗΠΑ, κυρίως του FBI
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
feed [sb] vtr (give food to [sb])ταΐζω ρ μ
  τρέφω, θρέφω ρ μ
  (επίσημο)επισιτίζω ρ μ
 I need to feed the children.
 Πρέπει να ταΐσω τα παιδιά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχει πέντε στόματα να θρέψει.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η τήρηση του Οδηγού Υγιεινής είναι απαραίτητη για μονάδες που επισιτίζουν μέχρι χίλια τριακόσια άτομα ημερησίως.
feed [sth] vtr (give food to an animal)ταΐζω ρ μ
 Helen feeds the dog every morning.
 Η Έλεν ταΐζει τον σκύλο κάθε πρωί.
feed [sb/sth] vtr (be a food source)τρέφω, θρέφω ρ μ
  (κυριολεκτικά)δίνω τροφή περίφρ
  (επίσημο)παρέχω τροφή περίφρ
 This farm feeds the entire village.
 Αυτή η φάρμα τρέφει ολόκληρο το χωριό.
feed [sb/sth] on [sth] vtr (give [sth] as nourishment) (κάποιον/κάτι με κάτι)ταΐζω ρ μ
 She feeds her chickens on a variety of scraps.
 Ταΐζει τις κότες της με μια ποικιλία από αποφάγια.
feed [sth] vtr figurative (supply)τροφοδοτώ ρ μ
 This pipe feeds the radiator.
 Αυτός ο σωλήνας τροφοδοτεί το καλοριφέρ.
feed [sth] to [sth] vtr + prep figurative (supply)προμηθεύω κτ σε κτ, παρέχω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
  δίνω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
  (σε συσκευή)τροφοδοτώ κτ με κτ ρ μ + πρόθ
 The operator feeds paper to the printing press.
 Ο χειριστής τροφοδοτεί το τυπογραφικό πιεστήριο με χαρτί.
feed n (food for animals)τροφή ουσ θηλ
  ζωοτροφή ουσ θηλ
  (συνήθως για κατοικίδια)φαγητό ουσ ουδ
 The farmer needs to buy more feed for her pigs.
 Η κτηνοτρόφος πρέπει να αγοράσει τροφή για τα γουρούνια της.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έδωσες στη γάτα το φαγητό της;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
feed n (breastfeeding, bottle feeding)τάισμα ουσ ουδ
  (από το στήθος)θηλασμός ουσ αρσ
 The baby had a good feed this morning.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το μωρό ξύπνησε για το πρωινό τάισμα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το μωρό ξύπνησε για τον πρωινό θηλασμό.
feed n US, informal (meal)φαΐ, φαγητό ουσ ουδ
 I have to give the kids their feed, then we have to go to the pool.
feed n (supply mechanism)τροφοδοτικό επίθ ως ουσ ουδ
 There was a problem with the photocopier's paper feed.
feed n (broadcast)μετάδοση ουσ θηλ
 The live feed from New York has stopped working, so we are going to show some commercials.
feed on [sth] vi + prep (animal: eat)τρέφομαι με ρ αμ + μόριο
  τρώω ρ μ
 The animals feed on grass.
feed on [sth] vi + prep figurative (ideas, fears) (μεταφορικά: αναπτύσσομαι)τρέφομαι ρ αμ
 Panic feeds on people's fears.
 Ο πανικός τρέφεται από τους φόβους των ανθρώπων.
feed [sth] vtr figurative (gratify)τέρπω ρ μ
  (σε κάτι)προσφέρω ευχαρίστηση περίφρ
 Art feeds the spirit.
feed [sth] to [sb] vtr figurative (supply) (κάποιον με κάτι)τροφοδοτώ ρ μ
  (κάτι σε κάποιον)παρέχω ρ μ
 The media feeds the news to people.
feed [sth] vtr figurative (encourage)μεγαλώνω ρ μ
  ενισχύω ρ μ
 Don't say anything to feed his ego.
feed [sb] [sth] vtr figurative (supply) (κάτι σε κάποιον)δίνω ρ μ
 The assistant fed the actor his lines.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
feed | fed
ΑγγλικάΕλληνικά
feed back to [sb] vi phrasal + prep (report back to)δίνω αναφορά σε κπ περίφρ
Σχόλιο: The single-word form is used when the term is a noun
 Jamie always feeds back to his line manager in a timely manner.
 Ο Τζέιμι πάντα δίνει, εγκαίρως, αναφορά στον ιεραρχικά ανώτερό του.
feed back into [sth],
feed back to [sth]
vi phrasal + prep
(affect in turn)επηρεάζω ρ μ
  έχω αντίκτυπο σε κτ περίφρ
  επηρεάζω με τη σειρά μου περίφρ
 The results of the student survey feed back into future teaching practices.
feed into [sth] vtr phrasal insep (help to perpetuate)διαιωνίζω ρ μ
  (μεταφορικά)τροφοδοτώ ρ μ
 Too much praise really feeds into his need for constant approval from others.
feed off [sth] vtr phrasal insep figurative (thrive thanks to)ευημερώ χάρη σε κάποιον άλλο ρ αμ
 The band fed off the energy of the crowd.
feed on [sth] vtr phrasal insep figurative (eat [sth])τρέφομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
 The tabloid newspapers feed on scandal.
feed [sth] up vtr phrasal sep (fatten: an animal)ταΐζω για να παχύνω ρ μ
 They would feed up their cattle before sending them for slaughter.
 Τάισαν τα βοοειδή για να παχύνουν πριν τα στείλουν για σφάξιμο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
fed | feed
ΑγγλικάΕλληνικά
bottle-fed adj (baby: given milk by bottle)που το ταΐζουν με το μπιμπερό περίφρ
breastfed,
breast-fed
adj
(given milk from breast)που έχει θηλάσει περίφρ
  που τον θηλάζουν περίφρ
 Doctors are researching whether breastfed babies behave differently from bottlefed babies.
corn-fed adj UK (poultry: raised on corn)που τρέφεται με καλαμπόκι περίφρ
corn-fed adj US (beef: raised on corn)που έχει τραφεί με καλαμπόκι περίφρ
corn-fed adj US, informal, figurative (naive, unsophisticated)αδαής επίθ
  απλοϊκός επίθ
  ανεπιτήδευτος επίθ
  (αποδοκιμασίας)χωριάτης επίθ
fed up,
fed-up
adj
informal (weary, exasperated)αγανακτισμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)μπουχτισμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
 You look fed up. What's wrong?
 Φαίνεσαι αγανακτισμένος. Τι συμβαίνει;
fed up with [sth],
fed up of [sth]
expr
informal (weary, exasperated)βαριέμαι ρ αμ
  (μεταφορικά)κουράζομαι με κτ, κουράζομαι να γίνεται κτ έκφρ
  (καθομιλουμένη)μπουχτίζω με κτ ρ αμ + πρόθ
 Audrey was fed up with the bad weather.
 Fed up of being sent from one office to another, Joan lost her temper.
 Η Ώντρεϋ είχε βαρεθεί την κακοκαιρία.
 Η Τζόαν κουράστηκε να τη στέλνουν από το ένα γραφείο στο άλλο και ξέσπασε.
fed up,
fed-up
adj
informal (expressing exasperation)που δείχνει ότι δεν αντέχω άλλο περίφρ
  που δείχνει ότι έχω μπουχτίσει περίφρ
  απογοητευμένος μτχ πρκ
 Megan gave a fed-up sigh.
be fed up to the back teeth of doing [sth],
be sick to the back teeth of doing [sth]
v expr
figurative, informal (be exasperated by [sth] repeated)είμαι έως εδώ με κτ έκφρ
  κτ με έχει φέρει ως εδώ έκφρ
Σχόλιο: also "with doing sth"
 She said angrily that she was fed up to the back teeth of hearing us bicker.
force-fed adj (animal, person: fed against will)που τον ταΐζουν με το ζόρι περίφρ
grass-fed adj (animals: allowed to forage)που τρέφεται με χόρτο, που σιτίζεται με χόρτο περίφρ
ill-fed adj (under-nourished)που δεν τρέφεται σωστά περίφρ
  που υποσιτίζεται περίφρ
  υποσιτισμένος μτχ πρκ
 The children at the boarding school were very ill-fed—they were never given breakfast, and the dishes rarely contained meat.
spoon-fed adj (infant: given food by spoon) (για μωρά)που τον ταΐζουν με το κουτάλι περίφρ
well fed,
well-fed
adj
(plump) (μεταφορικά)καλοταϊσμένος επίθ
  (μεταφορικά)καλοθρεμμένος επίθ
  θρεμμένος επίθ
  τροφαντός επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!