eyed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/aɪd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(īd)

From the verb eye: (⇒ conjugate)
eyed is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: eyed, eye

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
eyed,
-eyed
adj
(having number of eyes or an eye)με... μάτια περίφρ
  (ένα μάτι)-όφθαλμος β΄ συνθετικό
Σχόλιο: Used in combination
 A Cyclops is a one-eyed giant in Greek mythology.
 Οι Κύκλωπες είναι μονόφθαλμοι γίγαντες της ελληνικής μυθολογίας.
eyed,
-eyed
adj
(having a type of eye)με... μάτια περίφρ
  -μάτης β΄ συνθετικό
Σχόλιο: Used in combination
 Maria is a tall, brown-eyed brunette.
eyed,
-eyed
adj
(having eyelike spots)με βούλες σαν μάτια περίφρ
Σχόλιο: Used in combination
 This butterfly has distinctive black-eyed wings.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
eye n (organ of sight)μάτι ουσ ουδ
  (επίσημο)οφθαλμός ουσ αρσ
 She had beautiful green eyes.
 Είχε υπέροχα πράσινα μάτια.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο οφθαλμός των εντόμων συχνά είναι σύνθετος.
eye n figurative (sight) (μεταφορικά)μάτι ουσ ουδ
  (κυριολεκτικά)όραση ουσ θηλ
 He has an exceptional eye, and can read the smallest print.
 Έχει πολύ καλό μάτι και μπορεί να διαβάζει και τον μικρότερο τυπογραφικό χαρακτήρα.
the eye of [sth] n figurative (centre) (με γενική)επίκεντρο ουσ ουδ
 She always likes to be right in the eye of things.
 Της αρέσει να είναι πάντα στο επίκεντρο των πραγμάτων.
the eye of [sth] n figurative (storm, hurricane: centre) (μτφ: με γενική)μάτι ουσ ουδ
 The eye of the hurricane was clearly defined.
 Το μάτι του κυκλώνα διαγραφόταν καθαρά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
eye n (circle, loop)κρίκος ουσ αρσ
 You need to hook these on the metal eyes hanging from the ceiling.
 Αυτά πρέπει να τα κρεμάσεις από τους μεταλλικούς κρίκους που κρέμονται από το ταβάνι.
eye n (hole in a needle)τρύπα ουσ θηλ
  (μεταφορικά)μάτι ουσ ουδ
 I used to put threads through the eyes of needles for my mother.
 Συνήθιζα να περνώ νήματα από την τρύπα της καρφίτσας για τη μητέρα μου.
eye n (on a potato)φύτρα ουσ θηλ
 You need to peel the potatoes and remove all the eyes as well.
 Πρέπει να ξεφλουδίσεις τις πατάτες και επίσης να αφαιρέσεις τις φύτρες.
eye n (of a bolt)οπή ουσ θηλ
  τρύπα ουσ θηλ
 The eye of this bolt is blocked up with grease.
 Η οπή αυτού του κοχλία ανάρτησης είναι βουλωμένη με γράσο.
 Η τρύπα αυτού του κρίκου είναι βουλωμένη με γράσο.
eye n (on a flower)κέντρο ουσ ουδ
  (κατά λέξη)κέντρο λουλουδιού περίφρ
 The eye of the daisy is yellow.
 Το κέντρο της μαργαρίτας είναι κίτρινο.
eye n (detective)ντετέκτιβ ουσ αρσ/θηλ άκλ
 The private eye usually worked on divorce cases.
 Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ συνήθως δούλευε σε υποθέσεις διαζυγίων.
eyes npl figurative (guide for the blind)οδηγός ουσ αρσ/θηλ
  (μεταφορικά)μάτια ουσ ουδ πλ
 The dog worked as the blind man's eyes.
 Ο σκύλος χρησίμευε ως οδηγός του τυφλού άντρα.
 Ο σκύλος ήταν τα μάτια του τυφλού άντρα.
eye [sb/sth] vtr (look at)κοιτάζω ρ μ
  (κοιτάζω προσεκτικά)περιεργάζομαι ρ μ
  (αργκό, μεταφορικά)κόβω ρ μ
 He eyed her across the room, making her nervous.
 Την κοίταξε από την άλλη άκρη του δωματίου, δημιουργώντας της νευρικότητα.
 Την περιεργάστηκε από την άλλη άκρη του δωματίου, δημιουργώντας της νευρικότητα.
 Την έκοψε από την άλλη άκρη του δωματίου, δημιουργώντας της νευρικότητα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
eye | eyed
ΑγγλικάΕλληνικά
catch [sb]'s eye vtr phrasal sep (be noticed)τραβάω την προσοχή κπ έκφρ
  (μεταφορικά)με παίρνει το μάτι κπ έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
eyed | eye
ΑγγλικάΕλληνικά
almond-eyed adj (eyes: oval)που έχει αμυγδαλωτά μάτια περίφρ
beady-eyed adj may be disparaging (with small, cruel eyes)με μάτια σαν χάντρες περίφρ
 The mouse was tiny, brown and beady-eyed.
black-eyed pea,
cowpea
n
(plant: cowpea)φασολιά που παράγει μαυρομάτικα φασόλια
 We planted two rows of black-eyed peas in our garden.
black-eyed pea,
cowpea
n
(edible legume: bean) (συνήθως πληθυντικός)μαυρομάτικο φασόλι επίθ + ουσ ουδ
  μαυρομάτικο επίθ ως ουσ
 In the southern US, it is customary to eat black-eyed peas on New Year's Day for good luck.
bleary,
bleary-eyed
adj
(not yet fully awake)αγουροξυπνημένος μτχ πρκ
 Ryan woke up the next morning bleary and hungover.
blue-eyed adj (having blue eyes)γαλανομάτης επίθ
bright eyed and bushy tailed,
bright-eyed and bushy-tailed
adj
informal, figurative (eager)ανυπόμονος επίθ
  που δεν κρατιέται περίφρ
bright-eyed adj literal (with glistening eyes) (κυριολεκτικά)με λαμπερά μάτια περίφρ
  με λάμψη στα μάτια περίφρ
bright-eyed adj (energetic, youthful) (μεταφορικά)όλος ζωντάνια, γεμάτος ζωντάνια περίφρ
brown-eyed adj (having brown eyes)καστανομάτης επίθ
  καστανομάτης, καστανομάτα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 I prefer brown-eyed girls.
 Προτιμώ τις καστανομάτες.
bug-eyed adj figurative, informal (with bulging eyes)γουρλομάτης επίθ
clear-eyed adj literal (with bright eyes)με λαμπερά μάτια περίφρ
clear-eyed adj figurative (person: perceptive)διορατικός επίθ
  έξυπνος επίθ
clear-eyed adj figurative (description: accurate)ακριβής επίθ
cockeyed,
cock-eyed
adj
(cross-eyed, having a squint)αλλήθωρος επίθ
be cockeyed,
be cock-eyed
vi + adj
(have a squint)αλληθωρίζω ρ αμ
  είμαι αλλήθωρος έκφρ
cockeyed,
cock-eyed
adj
figurative (wonky, awry)στραβός, στρεβλός επίθ
  λοξός επίθ
cross-eyed,
boss-eyed
adj
(having your eyes turn inward)αλλήθωρος επίθ
 The optometrist examined the cross-eyed child and prescribed glasses to help correct the condition.
dark-eyed adj (having dark-colored eyes)που έχει σκούρα μάτια περίφρ
  (σπάνιο)σκουρομάτης επίθ
  (πιο συγκεκριμένα)μαυρομάτης επίθ
dewy-eyed adj (with tears in eyes)δακρυσμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
dewy-eyed adj figurative (naive, sentimental)συναισθηματικός επίθ
  αφελής επίθ
dry-eyed adj (not weeping)ασυγκίνητος επίθ
  που δεν κλαίει περίφρ
  που δεν δακρύζει περίφρ
 I never manage to stay dry-eyed during sad movies.
eagle-eyed adj figurative (observant)αετομάτης, αετομάτα επίθ πλ
 I felt scrutinized by my eagle-eyed mother-in-law.
 Αισθανόμουν πως η αετομάτα πεθερά μου με έλεγχε εξονυχιστικά.
four-eyed adj pejorative, offensive, informal (person: wearing glasses) (μεταφορικά)που έχει τέσσερα μάτια περίφρ
  (καθομιλουμένη, μειωτικό)γυαλάκιας ουσ αρσ
glassy-eyed adj (expression: dazed)που έχει κενό ή απαθές βλέμμα περίφρ
goggle-eyed adj (with eyes wide open in amazement)με γουρλωμένα μάτια περίφρ
green-eyed adj (having green eyes)πρασινομάτης επίθ
the green-eyed monster n figurative (jealousy) (μεταφορικά)το τέρας με τα πράσινα μάτια φρ ως ουσ ουδ
 In the play Othello, Iago calls jealousy a "green-eyed monster".
hawk-eyed adj figurative (observant, keen sighted)πολύ παρατηρητικός περίφρ
  (λόγιος, μεταφορικά)αετομάτης επίθ
 Old Mr. Williams is hawk-eyed; he doesn't miss a thing.
hazel-eyed adj (having hazel eyes)που έχει καστανοπράσινα μάτια περίφρ
  με καστανοπράσινα μάτια περίφρ
hollow-eyed adj (eyes: appearing sunken)που έχει βαθουλωτά μάτια περίφρ
misty-eyed adj (eyes: filled with tears)βουρκωμένος επίθ
misty-eyed adj figurative (sentimental, nostalgic)νοσταλγικός επίθ
one-eyed adj (having only one eye)μονόφθαλμος επίθ
 Have you heard the tale of the one-eyed tiger?
open-eyed adj (with eyes open) (από έκπληξη)με το στόμα ανοιχτό περίφρ
open-eyed adj (with eyes wide open in wonder, etc.)έκπληκτος, κατάπληκτος επίθ
  (από έκπληξη)με το στόμα ανοιχτό περίφρ
open-eyed adj figurative (alert)προσεκτικός επίθ
  σε επαγρύπνηση, σε εγρήγορση περίφρ
  που έχει τα μάτια του ανοιχτά περίφρ
open-eyed adj figurative (conscious, deliberate)συνειδητός επίθ
pie-eyed adj figurative, informal (drunk)μεθυσμένος, πιωμένος επίθ
  (καθομιλουμένη)τύφλα επίθ άκλ
  (αργκό)ντίρλα επίθ άκλ
popeyed,
also UK: pop-eyed
adj
(with prominent eyes) (καθομιλουμένη)γουρλομάτης επίθ
Σχόλιο: Ουδέτερο: γουρλομάτικο
popeyed,
also UK: pop-eyed
adj
(astonished, terrified)με γουρλωμένα μάτια περίφρ
  με τα μάτια ορθάνοιχτα περίφρ
  (αργκό, μεταφορικά)που έχει μείνει κάγκελο, που έχει μείνει παγωτό περίφρ
Σχόλιο: Συνήθως ακολουθεί η αναφορά της αιτίας, π.χ. από έκπληξη, από τρόμο κλπ.
red-eyed adj (having red eyes)που έχει κόκκινα μάτια περίφρ
  (ανεπίσημο)κοκκινομάτης επίθ
round-eyed adj (having round eyes)στρογγυλομάτης επίθ
  που έχει στρογγυλά μάτια περίφρ
round-eyed adj (with eyes wide in surprise)που έχει γουρλωμένα μάτια περίφρ
sharp-eyed adj figurative (having keen sight, observant)οξυδερκής επίθ
  παρατηρητικός επίθ
shifty-eyed adj (avoiding eye contact)που αποφεύγει τη βλεμματική επαφή περίφρ
  που αποφεύγει να κοιτάξει κπ στα μάτια περίφρ
slant-eyed adj pejorative, offensive! (having eyes that look East Asian) (καθομιλουμένη, ενίοτε μειωτικό)σχιστομάτης επίθ
  με σχιστά μάτια, με σκιστά μάτια περίφρ
squint-eyed adj (looking obliquely)πλάγιος επίθ
 Petra gave Bob a squint-eyed look.
starry-eyed adj figurative (unrealistic, romantic) (μεταφορικά)ρομαντικός επίθ
  (ιδέα, πρόταση κλπ)που αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός έκφρ
  (άτομο)ονειροπόλος επίθ
steely-eyed adj (with cold, hard gaze)με ψυχρό βλέμμα περίφρ
wide-eyed adj (with astonishment, etc.)με διάπλατα μάτια περίφρ
  με τα μάτια ορθάνοιχτα περίφρ
  (καθομιλουμένη)με γουρλωμένα μάτια περίφρ
 The wide-eyed child opened his Christmas presents.
wild-eyed adj (looking desperate or panicked)απελπισμένος μτχ πρκ
  πανικόβλητος επίθ
  (μεταφορικά)τρελαμένος μτχ πρκ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'eyed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση eyed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «eyed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!