excitement

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪkˈsaɪtmənt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɪkˈsaɪtmənt/ ,USA pronunciation: respelling(ik sītmənt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
excitement n (person's)ενθουσιασμός ουσ αρσ
 Rachel couldn't contain her excitement when she found out she was pregnant.
 Η Ρέιτσελ δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της όταν ανακάλυψε πως ήταν έγκυος.
excitement n (situation)ενθουσιασμός ουσ αρσ
  έξαψη, διέγερση ουσ θηλ
 Crowds gathered to see the rock star and in the excitement no one noticed the little girl who had lost her parents.
 Τα πλήθη συγκεντρώθηκαν για να δουν τον ροκ σταρ και μες στον ενθουσιασμό κανένας δεν πρόσεξε το μικρό κορίτσι που είχε χάσει τους γονείς του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
sexual excitement n (passion, arousal)ερωτική διέγερση, ερωτικό πάθος έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'excitement' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [sheer, pure, unadulterated, great] excitement, a [sense, sensation, feeling] of sheer excitement, a [lot, great deal] of excitement, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση excitement στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «excitement».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!