WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| estimate n | (calculation) | εκτίμηση ουσ θηλ |
| | Dan's estimate of the costs involved in the project was completely wrong. |
| | Οι εκτιμήσεις του Νταν για τα έξοδα που συνεπαγόταν το έργο ήταν τελείως εσφαλμένες. |
| estimate n | (for a job) | εκτίμηση ουσ θηλ |
| | The builder gave us an estimate for the renovation work, so at least we know roughly what it might cost. |
| | Ο οικοδόμος μας έδωσε μια εκτίμηση για τις εργασίες ανακαίνισης, οπότε τουλάχιστον ξέρουμε περίπου πόσο ενδέχεται να κοστίσει. |
| estimate n | (opinion) | γνώμη, άποψη ουσ θηλ |
| | | κρίση ουσ θηλ |
| | Sarah's estimate of the new trainee's abilities was proved correct when he made mistake after mistake. |
| | Η άποψη της Σάρα για τις ικανότητες του νέου ασκούμενου αποδείχθηκε σωστή ενώ εκείνος έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο. |
| estimate [sth]⇒ vtr | (value, price: assess) | εκτιμώ, υπολογίζω ρ μ |
| | The valuer estimated the value of the house at £450,000. |
| | Ο εκτιμητής υπολόγισε την αξία του σπιτιού στις 450.000 λίρες Αγγλίας. |
| estimate [sth] vtr | (measurement: guess) | υπολογίζω, εκτιμώ ρ μ |
| | I estimate the distance from here to the church to be about a mile. |
| | Υπολογίζω ότι η απόσταση από δω ως την εκκλησία είναι περίπου ένα μίλι. |
estimate [sth] at [sth], estimate [sth] to be [sth] v expr | (judge, assess) (ότι κάτι είναι κάτι) | υπολογίζω, εκτιμώ ρ μ |
| | Marco estimated his chance of winning to be 30%. |
| | Ο Μάρκο υπολόγισε ότι η πιθανότητα να κερδίσει είναι 30%. |
| estimate that vtr | (with clause: judge, guess) (ότι/πως) | εκτιμώ ρ μ |
| | Glenn estimated that his team would lose. |
| | Ο Γκλεν εκτίμησε πως η ομάδα του θα έχανε. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: