WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| endurance n | (ability to last) | αντοχή στο χρόνο φρ ως ουσ θηλ |
| | | διάρκεια ζωής φρ ως ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | διάρκεια ουσ θηλ |
| | (συνήθως για υλικό) | ανθεκτικότητα, αντοχή ουσ θηλ |
| | An institution's endurance is not necessarily proof that it is good. |
| | Η αντοχή ενός θεσμού στον χρόνο δεν αποδεικνύει απαραίτητα ότι είναι και καλός. |
| endurance n | (sportsperson: stamina) | αντοχή ουσ θηλ |
| | The marathon runner's endurance was impressive. |
| | Η αντοχή του μαραθωνοδρόμου ήταν εντυπωσιακή. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: