• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
long life n (longevity)μακροβιότητα ουσ θηλ
  μακρά ζωή επίθ + ουσ θηλ
 A healthy diet is key to a long life.
 My grandfather had a long life, passing away at the age of 92.
 Η υγιεινή διατροφή είναι το κλειδί της μακροβιότητας.
 Ο παππούς μου έζησε μακρά ζωή, πέθανε στα 92 του.
long life n (endurance)ανθεκτικότητα, αντοχή ουσ θηλ
 This bicycle is built for long life using high-quality components.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
lifelong,
life-long
adj
(lasting a lifetime)ισόβιος επίθ
  για όλη μου τη ζωή περίφρ
 Marriage should be regarded as a lifelong commitment.
 Ο γάμος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ισόβια δέσμευση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'long life' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση long life στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «long life».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!