• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: embellished, embellish

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
embellished adj (decorated)διακοσμημένος επίθ
  στολισμένος επίθ
embellished adj (story: with untrue additions)διανθισμένος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
embellish [sth] vtr (adorn)διακοσμώ ρ μ
  στολίζω ρ μ
 Margret used embroidery to embellish the pillows.
embellish [sth] with [sth] vtr + prep (adorn with)διακοσμώ κτ με κτ ρ μ + πρόθ
  στολίζω κτ με κτ ρ μ + πρόθ
 The seamstress embellished the gown with intricate beadwork.
embellish [sth] vtr figurative (add fanciful detail to)ωραιοποιώ, εξωραΐζω ρ μ
  (αφήγηση, ιστορία)διανθίζω ρ μ
  (μεταφορικά)γαρνίρω ρ μ
 If her day was boring, Blanche embellishes the details when she tells her friends what happened.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'embellished' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση embellished στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «embellished».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!