• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: ornamented, ornament

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ornamented adj (embellished, decorated)διακοσμημένος μτχ πρκ
  στολισμένος μτχ πρκ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ornament n ([sth] decorative)διακοσμητικό ουσ ουδ
 The fireplace was decorated with ornaments.
ornament [sth] with [sth] vtr (decorate, adorn)διακοσμώ, στολίζω ρ μ
 My mother ornamented our home with cat figurines.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ornament | ornamented
ΑγγλικάΕλληνικά
Christmas ornament n (seasonal decoration)χριστουγεννιάτικο στολίδι επίθ + ουσ ουδ
 We keep the Christmas ornaments in a box for most of the year.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ornamented στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ornamented».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!