editor

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɛdɪtər/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(edi tər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
editor n (person: manages newspaper, etc.)εκδότης, εκδότρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The editor is ultimately responsible for everything that is printed in the newspaper.
 Στην ουσία, ο εκδότης είναι υπεύθυνος για όλα όσα τυπώνονται στην εφημερίδα.
editor n (person: edits film)μοντέρ ουσ αρσ/θηλ
 There were three editors working on the movie.
 Τρεις μοντέρ εργάζονταν για την ταινία.
editor n (person: corrects text)επιμελητής, επιμελήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The editor made a number of corrections to the author's text.
 Ο επιμελητής έκανε αρκετές διορθώσεις στο κείμενο του συγγραφέα.
editor n (TV, radio: manager)αρχισυντάκτης, αρχισυντάκτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  παραγωγός ουσ αρσ/θηλ
 The radio show's editor resigned after allowing the programme to go out with swearing in it.
editor n (computer software)λογισμικό επεξεργασίας φρ ως ουσ ουδ
  πρόγραμμα επεξεργασίας φρ ως ουσ ουδ
 Open the picture in an editor and rotate it.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
assistant editor n (deputy editor)βοηθός αρχισυντάκτη έκφρ
consulting editor n (freelance editor)εξωτερικός σύμβουλος έκδοσης περίφρ
copy editor,
copy-editor,
also US: copyeditor
n
(person: corrects text)διορθωτής κειμένων, διορθώτρια κειμένων φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
editor in chief n (editorial head of publication)αρχισυντάκτης, αρχισυντάκτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 To have an opinion letter published, please contact the editor in chief of the newspaper.
managing editor n UK (deputy editor)υπεύθυνος σύνταξης, υπεύθυνη σύνταξης φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 The managing editor controls the flow of work to freelances.
senior editor n (chief publishing manager)αρχισυντάκτης, αρχισυντάκτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
video editor n (person: edits video)υπεύθυνος επεξεργασίας βίντεο, υπεύθυνη επεξεργασίας βίντεο φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Για τους επαγγελματίες, συνήθως χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος.
video editor n (software: edits video)πρόγραμμα επεξεργασίας βίντεο φρ ως ουσ ουδ
web editor n (software for creating internet content)πρόγραμμα επεξεργασίας ιστοσελίδων περίφρ
web editor n ([sb] who writes or revises internet content)συντάκτης ηλεκτρονικού περιεχομένου, συντάκτρια ηλεκτρονικού περιεχομένου φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'editor' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: editor [jobs, roles, positions], the [general, chief, sub, senior, managing] editor, works as a [general] editor (at), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση editor στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «editor».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!