WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| download [sth]⇒ vtr | (transfer from internet, server) | κατεβάζω ρ μ |
| | | κάνω download, κάνω λήψη περίφρ |
| | (επίσημο) | μεταφορτώνω ρ μ |
| | Robert downloaded a film to watch that evening. |
| | Harry downloaded the files he needed from the company server. |
| | Ο Ρόπμπερτ κατέβασε μια ταινία για να δει εκείνο το βράδυ. // Ο Χάρυ κατέβασε τα αρχεία που χρειάζονταν απ' τον εταιρικό σέρβερ. |
| download n | (downloaded file, image, etc.) | λήψη ουσ θηλ |
| | | ληφθέν αρχείο μτχ αορ + ουσ ουδ |
| | (καθομιλουμένη) | download ουσ ουδ άκλ |
| | Janice checked all her downloads for that day in an attempt to find the file. |
| | Η Τζάνις έλεγξε όλα τα ληφθέντα αρχεία εκείνης της μέρας σε μια προσπάθεια να βρει το αρχείο. |
| | Η Τζάνις έλεγξε όλα τα downloads εκείνης της μέρας σε μια προσπάθεια να βρει το αρχείο. |