WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| downfall n | (person: ruin, destruction) (ατόμου: καταστροφή, μεταφορικά) | πτώση ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | κατρακύλα ουσ θηλ |
| | It was painful for all of his supporters to see his downfall. |
| | Ήταν δύσκολο για τους οπαδούς του να βλέπουν την κατρακύλα του. |
| downfall n | (cause of ruin) | καταστροφή ουσ θηλ |
| | Addiction to press attention proved to be her downfall. |
| | Ο εθισμός στα φώτα της δημοσιότητας αποδείχθηκε πως ήταν η καταστροφή της. |
| downfall n | (fall of rain or snow) (βροχής) | βροχόπτωση ουσ θηλ |
| | (χιονιού) | χιονόπτωση ουσ θηλ |
| | The downfall began in the night and left four inches by morning. |
| | Η χιονόπτωση ξεκίνησε τη νύχτα και μέχρι το πρωί το είχε στρώσει 10 εκατοστά. |
| downfall n | (ruler: loss of power) (ηγεμόνα: από την εξουσία) | πτώση ουσ ουδ |
| | The dictator's downfall was welcomed by all outside the country. |
| | Η πτώση του δικτάτορα καλωσορίστηκε από όλους στο εξωτερικό. |