Σε αυτή τη σελίδα: dismissed, dismiss

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dismissed adj (employee: sacked, fired)απολυμένος μτχ πρκ
 The trade union wants the dismissed employee to be reinstated.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Dismissed,
Dismissed!
interj
(military command)Ελεύθερος! επίθ
 "That will be all, Private," said the sergeant. "Dismissed!"
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dismiss [sb] vtr (sack, fire: an employee)απολύω ρ μ
 When John's employers caught him stealing from them, they dismissed him immediately.
 Όταν οι εργοδότες του Τζον τον έπιασαν να τους κλέβει, τον απέλυσαν αμέσως.
dismiss [sb] from [sth] vtr + prep (sack, fire: an employee) (κάποιον από κάτι)απολύω ρ μ
 The board of governors dismissed Ellen from her job as school secretary because of her poor timekeeping.
 Το διοικητικό συμβούλιο απέλυσε την Έλεν από τη δουλειά της, ως γραμματέα του σχολείου, λόγω της ασυνέπειας της.
dismiss [sb] vtr (release, allow to leave) (σε κάποιον)δίνω άδεια να φύγει περίφρ
  (καθομιλουμένη: σε κπ)δίνω το ελεύθερο έκφρ
  (επίσημο)αποδεσμεύω ρ μ
 The teacher dismissed the student once she had finished telling him off.
 Η δασκάλα έδωσε άδεια στον μαθητή να φύγει αφού τον κατσάδιασε.
 Η δασκάλα έδωσε στον μαθητή το ελεύθερο να φύγει αφού τον κατσάδιασε.
dismiss [sth] vtr (reject: idea)απορρίπτω ρ μ
 Tim is tired of the boss dismissing all his ideas.
 Ο Τομ έχει κουραστεί από το αφεντικό του που απορρίπτει όλες τις ιδέες του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dismiss [sth] vtr (throw out: a legal case)απορρίπτω ρ μ
 The judge dismissed the case due to lack of evidence.
dismiss [sb] vtr (disregard, not take seriously)αγνοώ, απορρίπτω ρ μ
  δεν παίρνω στα σοβαρά έκφρ
 At first, Robert thought Marilyn was just a silly young woman and simply dismissed her, but then he realised she was actually very intelligent.
dismiss [sth] vtr (disregard, not take seriously)αγνοώ ρ μ
  δεν παίρνω στα σοβαρά έκφρ
 The politician has dismissed rumours of his affair.
dismiss [sb] as [sth] vtr + prep (disregard, not take seriously)αγνοώ ρ μ
  δεν παίρνω στα σοβαρά περίφρ
  απορρίπτω ρ μ
 The police dismissed the caller as a time-waster.
dismiss [sth] as [sth] vtr + prep (disregard, not take seriously) (κάτι ως κάτι)απορρίπτω ρ μ
 At first the editor dismissed the story as a rumor.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
dismissed | dismiss
ΑγγλικάΕλληνικά
Class dismissed interj (used by teacher at end of lesson)Ελεύθεροι! επιφ
  Μπορείτε να φύγετε! περίφρ
  Τελειώσαμε! επίφ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'dismissed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dismissed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dismissed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!