dismayed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌdɪsˈmeɪd/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: dismayed, dismay

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dismayed adj (perturbed)αναστατωμένος, αγχωμένος μτχ πρκ
  νευρικός επίθ
 Bobby was dismayed to find out that the tickets were sold out.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dismay n (sudden discouragement)απογοήτευση ουσ θηλ
  απόγνωση ουσ θηλ
 Harriet's dismay when she realised her mistake was evident.
 Η απογοήτευση της Χάριετ όταν συνειδητοποίησε το λάθος της ήταν εμφανής.
dismay [sb] vtr (sadden, upset)απογοητεύω ρ μ
 Luke's grades dismayed his parents.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dismayed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dismayed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!