WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
dislike [sth/sb]⇒ vtr | (not like) | δε μου αρέσει περίφρ |
| David dislikes his job and is looking for another one. |
| Του Ντέιβιντ δεν του αρέσει η δουλειά του και ψάχνει για κάποια άλλη. |
dislike n | (emotion) (μόνο για άτομο) | αντιπάθεια ουσ θηλ |
| (για πράξη, κατάσταση) | δυσαρέσκεια, δυσανασχέτηση ουσ θηλ |
| Jacqui tries to hide her dislike of her mother-in-law for the sake of family harmony. |
| Για χάρη της οικογενειακής ηρεμίας, η Τζάκι προσπαθεί να κρύψει την αντιπάθειά της για την πεθερά της. |
dislike n | ([sth] not liked) | αυτό που δε μου αρέσει περίφρ |
| (κατά τη γνώμη μου) | το αρνητικό φρ ως ουσ ουδ |
| My only dislike about the house is the lack of storage space in the kitchen. |
| Το μόνο που δεν μου αρέσει σε αυτό το σπίτι είναι η έλλειψη αποθηκευτικών χώρων στην κουζίνα. |
| Το μόνο αρνητικό σε αυτό το σπίτι είναι η έλλειψη αποθηκευτικών χώρων στην κουζίνα. |