• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disfavor (US),
disfavour (UK)
n
(dislike, disapproval)δυσαρέσκεια ουσ θηλ
  αποδοκιμασία ουσ θηλ
disfavor [sb] (US),
disfavour [sb] (UK)
vtr
(dislike [sb])δεν συμπαθώ κπ έκφρ
  δε μου αρέσει κπ έκφρ
disfavor [sth] (US),
disfavour [sth] (UK)
vtr
(disapprove of [sth])δε μου αρέσει κτ περίφρ
  αποδοκιμάζω ρ μ
  δεν εγκρίνω κτ περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
fall into disfavor (US),
fall into disfavour (UK)
v expr
(earn disapproval)πέφτω σε δυσμένεια έκφρ
fall into disfavor with [sb] (US),
fall into disfavour with [sb] (UK)
v expr
(earn [sb]'s disapproval)πέφτω στη δυσμένεια κπ έκφρ
 The duke fell into disfavor with the queen and was promptly beheaded.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση disfavor στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «disfavor».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!