• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fool n pejorative (idiot) (καθομιλουμένη, υβριστικό)βλάκας ουσ αρσ
  (προσβλητικό, μειωτικό)ηλίθιος, χαζός επίθ
  (υβριστικό)βλαμμένος μτχ πρκ
 He's such a fool, trying to cheat in an exam like that.
 Είναι τόσο βλάκας που προσπαθεί να αντιγράψει σε ένα τέτοιο διαγώνισμα.
 Είναι τόσο ηλίθιος (or: χαζός) που προσπαθεί να αντιγράψει σε ένα τέτοιο διαγώνισμα.
 Είναι τόσο βλαμμένος που προσπαθεί να αντιγράψει σε ενα τέτοιο διαγώνισμα.
fool n (dupe) (προσβλητικό, μειωτικό)κορόιδο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)αγαθιάρης, αγαθιάρα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 He bought the car for full price? He is such a fool.
 Αγόρασε το αυτοκίνητο χωρίς έκπτωση; Είναι μεγάλο κορόιδο.
a fool for [sth/sb] n ([sb] enthusiastic) (μεταφορικά: για κάτι)τρελός, τρελή ουσ αρσ, ουσ θηλ
  τρελαίνομαι ρ αμ
  (με κάτι, με γενική ή με επίθετο)φανατικός επίθ
 I am a fool for basketball.
 Είμαι τρελός για το μπάσκετ.
fool n historical (court jester)γελωτοποιός ουσ αρσ
 The fool entertained the king with his jokes.
 Ο γελωτοποιός διασκέδασε τον βασιλιά με τα αστεία του.
fool [sb] vtr (deceive) (εξαπατώ)κοροϊδεύω, ξεγελάω ρ μ
 She fooled him into believing that she was younger.
 Τον κορόιδεψε (or: ξεγέλασε) πως τάχα είναι μικρότερη.
fool with [sb] vi + prep (play tricks)κοροϊδεύω ρ μ
  πιάνω κορόιδο περίφρ
 Don't you try to fool with me! I'll know it immediately.
 Μην προσπαθήσεις να με κοροϊδέψεις! Θα το καταλάβω αμέσως.
fool vi (behave frivolously)κάνω ανοησίες περίφρ
  (μεταφορικά)παίζω ρ αμ
  (δεν μιλάω σοβαρά)αστειεύομαι ρ αμ
  κάνω πλάκα έκφρ
 Aw, I was just fooling. I didn't mean it seriously.
 Ω, απλά αστειευόμουν. Δεν το εννοούσα στα σοβαρά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
fool around,
fool about
vi phrasal
informal (act in silly way)παίζω, χαζολογάω ρ αμ
  (καθομιλουμένη, άκομψο)κωλοβαράω ρ αμ
  (αργκό, μεταφορικά, προσβλητικό)μαλακίζομαι ρ αμ
 The teacher told Bobby to stop fooling around in class.
 Ο δάσκαλος είπε στον Μπόμπι να σταματήσει να χαζολογάει στην τάξη.
fool around,
fool about
vi phrasal
informal (not be productive) (καθομιλουμένη)χασομερώ, χαζολογάω ρ αμ
  (ανεπίσημο, άκομψο)κωλοβαράω ρ αμ
  (αργκό, μεταφορικά, προσβλητικό)μαλακίζομαι ρ αμ
 The boss doesn't like people fooling around when they should be working.
 Στο αφεντικό δεν αρέσει να χασομερούν οι υπάλληλοι, ενώ θα έπρεπε να δουλεύουν.
fool around vi phrasal slang (have casual sex)ερωτοτροπώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη)μπερμπαντεύω, τραβιέμαι ρ αμ
  (χυδαίο)πηδιέμαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη: απιστία)τσιλιμπουρδίζω ρ αμ
 Helen suspects that her husband has been fooling around.
 Η Έλεν υποψιάζεται ότι ο άντρας της τσιλιμπουρδίζει.
fool around with [sb] vtr phrasal insep slang (have casual sex) (καθομιλουμένη)κάνω φάση με κπ περίφρ
  τραβιέμαι με κπ ρ αμ + πρόθ
  (χυδαίο)πηδιέμαι με κπ ρ αμ + πρόθ
 He had fooled around with every girl in town before he met Helen.
fool around with [sth] vtr phrasal insep informal (amuse yourself) (μεταφορικά)παίζω με κτ ρ αμ + πρόθ
 Ben spent the afternoon fooling around with his new camera.
fool with [sth] vtr phrasal insep slang (tamper or interfere with) (μεταφορικά)παίζω με κτ ρ μ + πρόθ
  σκαλίζω ρ μ
  πειράζω ρ μ
 When his car refused to start, he knew his son had been fooling with the engine.
fool with [sth] vtr phrasal insep slang (play with)παίζω με κτ ρ μ + πρόθ
 The kids were fooling with matches and accidentally set the house on fire.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
April Fool n (practical joke)πρωταπριλιάτικο αστείο επίθ + ουσ ουδ
April Fool n (victim of joke)αυτός που πιστεύει το πρωταπριλιάτικο αστείο
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
April Fools',
April Fool's
n
abbreviation, informal (April Fools' Day)Πρωταπριλιά ουσ θηλ
April Fools',
April Fool's
n as adj
(joke, prank: played on 1st April)πρωταπριλιάτικο ψέμα επίθ + ουσ ουδ
  πρωταπριλιάτικη φάρσα επίθ + ουσ θηλ
April Fools' Day,
April Fool's Day,
All Fools' Day
n
(1st April)πρωταπριλιά ουσ θηλ
 On April Fools' Day in the UK, it's traditional to play practical jokes on people before midday.
fool's errand n (a pointless exercise)μάταιο εγχείρημα, ανούσιο εγχείρημα περίφρ
fool's gold n (mineral: iron pyrites)σιδηροπυρίτης, χαλκοπυρίτης ουσ αρσ
 Hank thought he was rich until he found out his mine was full of fool's gold.
fool's gold n (foolish quest, goal)άνθρακας ο θησαυρός, φύκια για μεταξωτές κορδέλες έκφρ
 He worked hard to get her attention, but his reward turned out to be just fool's gold.
make a fool of yourself v expr (do [sth] stupid)γελοιοποιούμαι ρ αμ
  γίνομαι ρεζίλι ρ έκφρ
 I don't mind being wrong, but I hate making a fool of myself.
nobody's fool n informal (person: intelligent) (καθομιλουμένη)που δεν πιάνεται κορόιδο, που δεν είναι κορόιδο περίφρ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)που του κόβει περίφρ
 Jack is nobody's fool; he knows better than to lose his money in card games.
play the fool v expr (behave in a silly way)κάνω τον καραγκιόζη έκφρ
 Bob enjoyed playing the fool in front of his grandchildren.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fooled' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fooled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fooled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!