delighted

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dɪˈlaɪtɪd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(di lītid)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: delighted, delight

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
delighted adj (happy)χαίρομαι, ενθουσιάζομαι ρ αμ
  πολύ χαρούμενος, πολύ ευτυχισμένος περίφρ
  (πιο έντονα συναισθήματα)ενθουσιασμένος μτχ πρκ
  (λόγιος)πανευτυχής, περιχαρής επίθ
 Edward was delighted to see his old friend.
 I am absolutely delighted with the present you gave me.
 Ο Έντουαρντ χάρηκε πολύ που είδε τον παλιό του φίλο.
 Είμαι ενθουσιασμένος με το δώρο που μου πήρες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
delight n (pleasure, joy)χαρά ουσ θηλ
  απόλαυση, ευχαρίστηση, ικανοποίηση ουσ θηλ
 Sarah's delight at seeing her old friend was obvious from the big smile on her face.
 Η χαρά της Σάρα βλέποντας τον παλιό της φίλο φαινόταν από το πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της.
a delight n (cause of pleasure, joy)απόλαυση ουσ θηλ
  (εμφατικός τύπος)σκέτη απόλαυση φρ ως ουσ θηλ
 Your children are so well behaved; they're a delight!
 Τα παιδιά σου έχουν τόσο καλή συμπεριφορά, είναι σκέτη απόλαυση.
delight [sb] vtr (make happy)χαροποιώ, ευχαριστώ, ικανοποιώ ρ μ
  κάνω χαρούμενο περίφρ
 The birthday presents Mary received certainly appeared to delight her.
 Τα δώρα γενεθλίων που πήρε η Μαίρη, σίγουρα φάνηκε να την ευχαριστούν.
delight in [sth] vi + prep (enjoy)απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι ρ μ
  χαίρομαι με κτ, ευχαριστιέμαι με κτ, ικανοποιούμαι με κτ ρ αμ + πρόθ
  παίρνω χαρά από κτ περίφρ
 Stefan delights in simple pleasures since his heart attack.
 Ο Στέφαν απολαμβάνει τις απλές χαρές από τότε που έπαθε καρδιακή προσβολή.
delight in doing [sth] v expr (enjoy doing)χαίρομαι να κάνω κτ περίφρ
  απολαμβάνω να κάνω κτ περίφρ
 The children delight in tormenting their babysitter.
 Τα παιδιά χαίρονται να βασανίζουν την μπέιμπι-σίτερ τους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
delight | delighted
ΑγγλικάΕλληνικά
squeal with delight,
squeal with joy
v expr
(shriek happily)τσιρίζω από τη χαρά μου έκφρ
 Wendy squealed with delight when she saw Dan.
take delight in [sth] v expr (enjoy)απολαμβάνω, χαίρομαι, ευχαριστιέμαι ρ μ
 They took great delight in the beautiful sunset.
take delight in doing [sth] v expr (enjoy doing [sth])απολαμβάνω να κάνω κτ περίφρ
  χαίρομαι να κάνω κτ περίφρ
  μου δίνει χαρά να κάνω κτ περίφρ
  ευχαριστιέμαι να κάνω κτ περίφρ
Turkish delight n (confectionery)λουκούμι, λουκουμάκι ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'delighted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: was delighted with his [son, performance], am (so) delighted for you, am delighted [about, over], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση delighted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «delighted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!