daunting

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈdɔːntɪŋ/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: daunting, daunt

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
daunting adj (intimidating)τρομακτικός, τρομαχτικός επίθ
  (πιο ήπιο)αγχωτικός επίθ
  που αποτελεί πρόκληση περίφρ
  (για έργο)δύσκολος επίθ
 Attending a job interview can be daunting.
 Η διαδικασία μιας συνέντευξης για δουλειά μπορεί να είναι αγχωτική.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
daunt [sb] vtr usu passive (intimidate)τρομάζω, φοβίζω ρ μ
  αποθαρρύνω ρ μ
 Jessie was daunted by the idea of living with her parents again.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'daunting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a daunting [array, amount, number] of, a daunting [task, request, challenge, mission], have been given the daunting task of, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση daunting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «daunting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!