• WordReference

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cut-down adj figurative (reduced in number)μειωμένος μτχ πρκ
  περιορισμένος μτχ πρκ
 During the pandemic restrictions, musicians and comedians had to perform to cut-down audiences.
cut-down adj figurative (reduced in size)συρρικνωμένος μτχ πρκ
 This theatre company performs cut-down versions of Shakespeare plays for schoolchildren.
cut-down adj (tree, etc.: severed and fallen)κομμένος μτχ πρκ
 The forest was dotted with the stumps of cut-down trees.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
cut down vi phrasal (reduce consumption)μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω ρ μ
 If you can't give up smoking altogether, you should at least try to cut down.
 Αν δεν μπορείς να κόψεις τελείως το κάπνισμα προσπάθησε τουλάχιστον να το μειώσεις.
cut down on [sth] vi phrasal + prep (reduce, consume less of)μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω ρ μ
 It's hard to cut down on alcohol when my friends keep inviting me out for drinks.
 Είναι δύσκολο να περιορίσω το αλκοόλ, όταν οι φίλοι μου συνεχίζουν να με καλούν για ποτό.
cut [sth] down,
cut down [sth]
vtr phrasal sep
(reduce)μειώνω, περιορίζω ρ μ
 When the team decided to cut down their roster, everyone was upset.
 Όταν αποφασίστηκε να περιοριστεί το ρόστερ της ομάδας, όλοι αναστατώθηκαν.
cut [sb] down vtr phrasal sep figurative (kill, strike down)σκοτώνω ρ μ
  (εγώ ο ίδιος)σκοτώνομαι ρ αμ
  (μεταφορικά: χωρίς παθητική φωνή)τρώω, καθαρίζω ρ μ
 Many soldiers were cut down by enemy fire.
 Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν από τα πυρά του εχθρού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
cut [sth] down,
cut down [sth]
vtr + adv
(tree: fell)κόβω ρ μ
 It's a pity that they cut down that old tree.
 Είναι κρίμα που έκοψαν εκείνο το παλιό δέντρο.
cut [sb/sth] down to size expr (criticize, find faults)κριτικάρω ρ μ
  επιπλήττω ρ μ
  (μεταφορικά)βάζω κπ στη θέση του έκφρ
 Rick was cocky at first, but his new teammates cut him down to size.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'cut-down' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cut-down στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cut-down».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!