cutback

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkʌtbæk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈkʌtˌbæk/ ,USA pronunciation: respelling(kutbak′)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: cutback, cut back

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cutback,
cut-back
n
(economizing)μείωση, περικοπή ουσ θηλ
  (χρήματα)περικοπή δαπανών, μείωση εξόδων φρ ως ουσ θηλ
 How severe will the company's cutbacks be?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cut back vi phrasal informal (reduce: spending)μειώνω ρ μ
Σχόλιο: single-word form used when term is a noun
 We've been spending too much. We need to cut back.
 Ξοδεύουμε πάρα πολλά. Πρέπει να μειώσουμε τα έξοδα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cutback στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cutback».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!