• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: curled, curl

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
curled adj (having a wavy or spiral shape)κυματιστός επίθ
  σπειροειδής επίθ
  (μαλλιά)κατσαρός επίθ
 Huskies have curled tails.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
curl n (curled lock of hair)μπούκλα ουσ θηλ
  (παλαιό)βόστρυχος ουσ αρσ
 Grace tucked a curl behind her ear.
 Η Γκρέις έβαλε μια μπούκλα πίσω από το αυτί της.
curls npl (wavy or frizzy hairstyle)μπούκλες ουσ θηλ πλ
  σγουρά μαλλιά επίθ + ουσ ουδ πλ
 Shirley Temple was famous for her curls when she was a child.
 Η Σίρλεϋ Τεμπλ ήταν διάσημη για τα σγουρά μαλλιά της όταν ήταν παιδί.
curl [sth] vtr (hair: make wavy)κάνω κτ μπούκλες περίφρ
  κατσαρώνω, σγουραίνω ρ μ
  (με καρουλάκια)τυλίγω ρ μ
 Can you curl my hair before I go to the dance?
 Μπορείς να μου κάνεις τα μαλλιά μπούκλες πριν πάω στον χορό;
curl vi (spiral)είμαι τυλιγμένος ρ έκφρ
  (γύρω από κάτι)τυλίγομαι ρ αμ
 The garden hose curls along the ground.
 Το λάστιχο του κήπου είναι τυλιγμένο στο έδαφος.
curl vi (page edge, etc.: turn upwards)γυρίζω ρ αμ
  είμαι γυρισμένος ρ έκφρ
 The book was so old that the pages were curling at the corners.
 Το βιβλίο ήταν τόσο παλιό που οι σελίδες γύριζαν στις γωνίες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
curl n (mathematics: operator) (μαθηματικά)στροβιλισμός ουσ αρσ
curl vi (road, etc.: curve)έχω στροφές έκφρ
  (καθομιλουμένη)είμαι φιδογυριστός έκφρ
 The road curled through the mountains.
 Ο δρόμος διέσχιζε τα βουνά με πολλές στροφές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
curl | curled
ΑγγλικάΕλληνικά
curl up vi phrasal (make yourself cozy) (μεταφορικά, αργκό)την πέφτω έκφρ
  αράζω ρ αμ
  χουχουλιάζω ρ αμ
 On a winter's evening, I like to curl up in front of the fire with a good book.
 Τα απογεύματα του χειμώνα μου αρέσει να αράζω μπροστά στο τζάκι με ένα καλό βιβλίο.
curl up vi phrasal (fold self into a ball)τυλίγομαι, κουλουριάζομαι ρ αμ
 The hedgehog curled up into a ball.
 Ο σκαντζόχοιρος κουλουριάστηκε σε σχήμα μπάλας.
curl up vi phrasal (turn upwards at the edge)σγουραίνω, κατσαρώνω ρ αμ
 The leaves of the plant went brown and began to curl up.
 Τα φύλλα του φυτού έγιναν καφέ και άρχισαν να κατσαρώνουν (or: να σγουραίνουν).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
curled | curl
ΑγγλικάΕλληνικά
curled up,
curled-up
adj
(edge, corner: rolled up)κουλουριασμένος, τυλιγμένος, μαζεμένος επίθ
 The edges of the old book were all curled up.
curled up,
curled-up
adj
(sitting cosily) (μεταφορικά)κουλουριασμένος, τυλιγμένος, μαζεμένος επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
 He found the dog all curled up and cozy in his bed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'curled' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση curled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «curled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!