cultivation

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌkʌltɪˈveɪʃən/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(kul′tə vāshən)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cultivation n (growing: of crops) (φυτά)καλλιέργεια ουσ θηλ
 The cultivation of grapes requires years of investment.
 Η καλλιέργεια των σταφυλιών απαιτεί χρόνια επενδύσεων.
cultivation n figurative (person: sophistication) (άτομο: μεταφορικά)καλλιέργεια ουσ θηλ
 Her cultivation and knowledge of the arts is impressive.
 Η καλλιέργειά της και η γνώση της για την τέχνη είναι εντυπωσιακές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
wine cultivation n (vineyard-keeping and wine-making)αμπελοκαλλιέργεια ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'cultivation' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cultivation στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cultivation».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!