• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cultish adj (relating or appealing to a small group)που έχει ιδιαίτερη απήχηση σε ομάδα ατόμων
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 This movie holds a cultish attraction for college students.
 Αυτή η ταινία έχει ιδιαίτερη απήχηση στους φοιτητές.
cultish adj (like a religious cult)αιρετικός επίθ
  σεχταριστικός επίθ
  που θυμίζει αίρεση περίφρ
 Baseball players are known for their cultish attachment to good luck charms.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cultish στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cultish».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!