• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: coverup, cover up

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
coverup (US),
cover-up (UK)
n
figurative, informal (attempt to hide [sth])συγκάλυψη ουσ θηλ
 Taylor criticized the government report for being a cover-up.
coverup (US),
cover-up (UK)
n
(clothing: loose outer garment)ρούχο που φοριέται πάνω κάτι άλλο, συνήθως πάνω από μαγιό
  (ανάλογα με το είδος)φόρεμα παραλίας φρ ως ουσ ουδ
  παρεό ουσ ουδ άκλ
  καφτάνι ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. Προτείνονται ορισμένες επιλογές μετάφρασης που όμως δεν έχουν τη γενική σημασία του αγγλικού όρου.
 Women must wear a cover-up over their swimsuits.
coverup (US),
cover-up (UK)
n as adj
(that conceals) (ανάλογα με την περίπτωση)που κρύβει περίφρ
  που αποκρύπτει περίφρ
  που συγκαλύπτει περίφρ
  που καλύπτει περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cover [sth] up vtr phrasal sep (put a covering over)σκεπάζω ρ μ
  καλύπτω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κουκουλώνω ρ μ
 Please cover up the leftover food so we can eat it later.
 She tried to cover up her bruise with make-up.
 Σκέπασε, σε παρακαλώ, το φαγητό που περίσσεψε για να το φάμε αργότερα.
 Προσπάθησε να καλύψει τη μελανιά της με μέικ απ.
cover up vi phrasal figurative (hide the truth)συγκαλύπτω ρ μ
  κρύβω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κουκουλώνω ρ μ
 Although Sheila refused to help Gary commit the robbery, she did help him cover up afterwards.
 Αν και η Σίλα αρνήθηκε να βοηθήσει τον Γκάρυ να διαπράξει ληστεία, τον βοήθησε ωστόσο στη συνέχεια να κουκουλώσει το γεγονός.
cover [sth] up vtr phrasal sep figurative (truth: hide) (την αλήθεια, μεταφορικά)κρύβω, συγκαλύπτω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κουκουλώνω ρ μ
 The candidate tried to cover up his affair with a woman.
 Ο υποψήφιος προσπάθησε να κρύψει τη σχέση του με μια γυναίκα.
cover up for [sth/sb] vi phrasal + prep (hide [sb]'s guilt)καλύπτω ρ μ
 Her co-workers tried to cover up for her many mistakes.
 Οι συνάδελφοί της προσπάθησαν να καλύψουν τα πολλά λάθη της.
cover up vi phrasal (wear full clothing)καλύπτομαι ρ αμ
  είμαι καλυμμένος ρ έκφρ
  (κατά λέξη)καλύπτω τους ώμους και τα πόδια περίφρ
 Visitors must cover up if they want to enter the church.
 Οι επισκέπτες πρέπει να καλύψουν τους ώμους και τα πόδια τους, αν επιθυμούν να μπουν στην εκκλησία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'coverup' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση coverup στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «coverup».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!