cough

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkɒf/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kɔf, kɑf/ ,USA pronunciation: respelling(kôf, kof )

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cough n (sound of coughing)βήχας ουσ αρσ
 The boys heard a cough from under the bed and found Nick hiding there.
 Τα αγόρια άκουσαν έναν βήχα κάτω απ' το κρεβάτι και βρήκαν τον Νικ να κρύβεται εκεί.
cough n (sickness)βήχας ουσ αρσ
 The baby girl has a cough, so her parents are taking her to the doctor.
 Η μπέμπα έχει βήχα, οπότε οι γονείς της την πάνε στον γιατρό.
cough vi (expel air)βήχω ρ αμ
 The thick smoke made Teresa cough.
 Ο πυκνός καπνός έκανε την Τερέσα να βήχει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cough vi figurative (engine: make faltering noise)κάνω έναν περίεργο θόρυβο περίφρ
 The car's motor coughed twice and then stopped working.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
cough up vi phrasal figurative, slang (pay debt) (μεταφορικά, αργκό)τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω έκφρ
 We had a bet and you lost - so cough up!
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήρθε η δόση της κάρτας σήμερα, θα τα στάξω πάλι, γαμώτο!
cough [sth] up,
cough up [sth]
vtr phrasal sep
figurative, slang (pay: debt) (μεταφορικά)τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω έκφρ
 Stan finally coughed up the money he owed us.
cough [sth] up vtr phrasal sep (expel from throat) (κυριολεκτικά)βγάζω κτ βήχοντας έκφρ
  (επίσημο: πνιγμονή)αποβάλλω κτ βήχοντας έκφρ
 She coughed up the fish bone which she had swallowed by accident.
 Έβγαλε βήχοντας το ψαροκόκκαλο που είχε καταπιεί κατά λάθος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
chesty cough n UK (coughing with mucus)βήχας με φλέματα φρ ως ουσ αρσ
  (επίσημο: ιατρική)παραγωγικός βήχας επίθ + ουσ αρσ
cough drop,
also UK: cough sweet
n
often plural (throat lozenge)καραμέλα για τον λαιμό φρ ως ουσ θηλ
  καραμέλα για τον βήχα φρ ως ουσ θηλ
 The cough drops helped to relieve Mac's sore throat.
 I prefer cherry-flavored cough drops.
 Οι καραμέλες για τον λαιμό ανακούφισαν τον ερεθισμένο λαιμό του Μακ. // Προτιμώ τις καραμέλες για τον λαιμό που έχουν γεύση κεράσι.
cough etiquette n informal (respiratory hygiene measures)αναπνευστική υγιεινή επίθ + ουσ θηλ
cough medicine n (medicine for treating a cough)αντιβηχικό φάρμακο επίθ + ουσ ουδ
cough mixture n (cough medicine) (για το λαιμό, βήχα)σιρόπι ουσ ουδ
cough syrup n (liquid medicine for a cough)σιρόπι για τον βήχα περίφρ
  (αν εννοείται τι είδους)σιρόπι ουσ ουδ
 The doctor prescribed a cough syrup to help ease her persistent cough.
dry cough n (coughing with little mucus)ξερόβηχας ουσ αρσ
  (επίσημο)μη παραγωγικός βήχας φρ ως ουσ αρσ
graveyard cough n figurative (cough as symptom of tuberculosis)βήχας φυματίωσης περίφρ
hacking cough n (harsh spasmodic coughing)ξηρόβηχας ουσ αρσ
whooping cough n (respiratory disease)κοκκύτης ουσ αρσ
 Children are immunised against whooping cough in Australia.
 Τα παιδιά εμβολιάζονται ενάντια στον κοκκύτη στην Αυστραλία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'cough' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: cough [syrup, medicine, lozenges, drops, relief], a [throaty, dry, nasty, loud, slight, persistent, nervous] cough, (just) can't get rid of this cough, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cough στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cough».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!