couch

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkaʊtʃ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kaʊtʃ/ ,USA pronunciation: respelling(kouch or, for 6, 15, ko̅o̅ch)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
couch n (long upholstered seat)καναπές ουσ αρσ
  (παλαιό)ντιβάνι ουσ ουδ
 Come sit next to me on the couch.
 Έλα κάτσε δίπλα μου στον καναπέ.
couch,
the couch
n
(psychoanalyst's bed)ντιβάνι ουσ ουδ
 The patient was directed to lie on the couch, while the analyst sat and wrote notes.
 Ο ασθενής οδηγήθηκε να ξαπλώσει στο ντιβάνι, ενόσω ο ψυχαναλυτής κάθονταν και κρατούσε σημειώσεις.
couch [sth] in [sth] vtr + prep (phrase in certain way)διατυπώνω κτ με κτ ρ μ + πρόθ
  (μεταφορικά: παραπλανώ)ντύνω κτ με κτ, καμουφλάρω κτ με κτ ρ μ + πρόθ
 I couched my proposal in flattering terms.
 Διατύπωσα την προσφορά μου με κολακευτικούς όρους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
couch vi archaic (lie in ambush)παραμονεύω ρ αμ
 He couched there until daybreak, when the attack began.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
couch potato n slang, figurative (sedentary person)που είναι κολλημένος στον καναπέ περίφρ
 You're becoming a couch potato. You should get some exercise!
 Έχεις κολλήσει στην καναπέ. Πρέπει να κάνεις λίγη γυμναστική!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'couch' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: couched their [response, speech, protest] in, [an overstuffed, a leather] couch, a couch cushion, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση couch στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «couch».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!