constantly

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkɒnstəntli/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
constantly adv (without stop)συνεχώς, συνέχεια, μόνιμα, μονίμως, διαρκώς επίρ
  ασταμάτητα, αδιάκοπα επίρ
 When Kelly feels nervous, she constantly taps her pen on her desk.
 Όταν η Κέλλυ έχει εκνευρισμό, χτυπά συνεχώς το στυλό της στο γραφείο της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
constantly adv (no variation)σταθερά επίρ
 The rate of teenage pregnancy in this county has constantly declined by 1% each year since 2005.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'constantly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [remains, is] constantly [in, at] motion, am constantly forgetting to, am [tired, sick] of constantly forgetting to, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση constantly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «constantly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!