regularly

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈrɛgjʊlərli/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈrɛgjəlɚli/ ,USA pronunciation: respelling(regyə lər lē)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
regularly adv (often)τακτικά επίρ
  συχνά επίρ
  συστηματικά επίρ
 Martin regularly visits his mother.
 Ο Μάρτιν επισκέπτεται τακτικά τη μητέρα του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
regularly adv (normally)κανονικά, φυσιολογικά επίρ
 The factory is operating regularly.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'regularly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: regularly [arranged, placed, used, performed], regularly [programmed, updated, published], regularly scheduled [maintenance, events, meetings, activities, games], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση regularly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «regularly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!