consistently

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kənˈsɪstəntli/

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
consistently adv (uniformly, unvaryingly)σταθερά, μόνιμα επίρ
  μονίμως, διαρκώς επίρ
  πάντα επίρ
 Her stitching is consistently even.
 Το ράψιμό της είναι πάντα ομοιόμορφο.
consistently adv (repeatedly)σταθερά, μόνιμα επίρ
  μονίμως, διαρκώς επίρ
  (θετικά ή ειρωνικό)με συνέπεια φρ ως επίρ
 Duncan practices the same song consistently every day.
 Ο Ντάνκαν κάνει με συνέπεια εξάσκηση στο ίδιο τραγούδι κάθε μέρα.
consistently adv (reliably)πάντα επίρ
  σταθερά, μονίμως επίρ
  με συνέπεια φρ ως επίρ
 Chelsea is consistently on time every morning.
 Η Τσέλσυ είναι πάντα στην ώρα της κάθε πρωί.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'consistently' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: am consistently forgetting to, am [tired, sick] of consistently forgetting to, consistently forgets to, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση consistently στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «consistently».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!