• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bound by [sth] adj + prep figurative (legally obligated) (νομικά: από κάτι)δεσμεύομαι ρ αμ
  (νομικά: από κάτι)δεσμευμένος, υποχρεωμένος μτχ πρκ
 We are bound by the terms of the contract.
 Δεσμευόμαστε από τους όρους του συμβολαίου.
 Είμαστε δεσμευμένοι από τους όρους τους συμβολαίου.
bound to [sth/sb] adj + prep figurative (legally obligated) (νομικά: για κάτι)δεσμεύομαι ρ αμ
  (νομικά: για κάτι)δεσμευμένος, υποχρεωμένος μτχ πρκ
 Judges are bound to the law.
 Οι δικαστές δεσμεύονται να τηρούν τον νόμο.
bound for [sth] adj + prep (heading towards a place)που έχει προορισμό κτ, που κατευθύνεται προς κτ περίφρ
 The cruise ship was bound for New York.
 Το κρουαζιερόπλοιο είχε προορισμό (or: κατευθυνόταν προς) τη Νέα Υόρκη.
-bound adj (heading towards a place)που έχει προορισμό κτ περίφρ
  με προορισμό κτ περίφρ
  που κατευθύνεται προς κτ περίφρ
  με κατεύθυνση κτ περίφρ
Σχόλιο: Used in combination
 This train is London-bound.
bound for [sth] adj + prep figurative (destined for [sth])προορισμένος για κτ μτχ πρκ + πρόθ
  που προορίζεται για κτ περίφρ
 Luis always knew that he was bound for fame and fortune.
 Ο Λουίς ήξερε πάντοτε ότι ήταν προορισμένος για δόξα και πλούτη.
bound adj (book: with a binding)δεμένος μτχ πρκ
 Before the advent of bound books, long texts were written on scrolls.
 Πριν την εφεύρεση των δεμένων βιβλίων τα μακροσκελή κείμενα γράφονταν σε παπύρους.
bound adj (book: with a particular binding) (βιβλιοδεσία)δεμένος επίθ
 This book is bound in antique leather.
 Αυτό το βιβλίο είναι δεμένο με πολύ παλιό δέρμα.
bound n (leap)άλμα, πήδημα ουσ ουδ
  (παλαιό, λόγιος)πήδος ουσ αρσ
 He reached her in a single bound.
 Την έφτασε με ένα μόνο πήδημα (or: άλμα).
bounds npl (boundary: of property)όρια, σύνορα ουσ ουδ πλ
 The bounds of his property were clearly marked.
 Τα όρια (or:σύνορα) της ιδιοκτησίας του ήταν σημειωμένα ξεκάθαρα.
bounds npl figurative (limits) (μεταφορικά)όριο ουσ ουδ
 His enthusiasm for the subject knows no bounds.
 Ο ενθουσιασμός του για το θέμα δεν έχει όρια.
bound to do [sth] adj figurative (more than likely to do [sth](καθομιλουμένη: κτ θα γίνει)αργά ή γρήγορα έκφρ
  (ότι/πως)είναι σίγουρο, είναι βέβαιο ρ έκφρ
 You left your wallet on the table; someone was bound to steal it.
 Άφησες το πορτοφόλι σου στο τραπέζι· κάποιος θα το έκλεβε αργά ή γρήγορα.
 Άφησες το πορτοφόλι σου στο τραπέζι· ήταν σίγουρο ότι κάποιος θα το έκλεβε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bound vi (leap)πηδάω, χοροπηδάω ρ αμ
 The puppy runs and bounds in the field.
bound [sth] vtr often passive (surround, enclose)περιβάλλω ρ μ
  περικλείω ρ μ
 Hedges bound the field on all sides.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bedridden,
bed-ridden,
bedbound,
bed-bound
adj
(confined to bed) (επίσημο)κλινήρης επίθ
  (καθομιλουμένη)κατάκοιτος επίθ
  στο κρεβάτι, καθηλωμένος στο κρεβάτι περίφρ
 My mother is bedridden with severe arthritis.
bound hand and foot,
tied hand and foot
expr
(with hands and feet tied)δεμένος χειροπόδαρα ρ αμ + επίρ
 The kidnappers left him bound hand and foot in the trunk of the car.
 Οι απαγωγείς τον άφησαν δεμένο χειροπόδαρα στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου.
be bound hand and foot,
be tied hand and foot
v expr
(have hands and feet tied together)είμαι δεμένος χειροπόδαρα περίφρ
 The criminal was bound hand and foot so he couldn't escape.
be bound hand and foot v expr figurative (inescapably obligated) (μεταφορικά, συνήθως αποδοκιμασίας)δεμένος χειροπόδαρα ρ αμ + επίρ
  (χωρίς αρνητική έννοια)εξαρτώμαι ρ αμ
 Every child is bound hand and foot by their parents' rules.
bound to do [sth] expr informal (likely or certain to)είναι σίγουρο ότι θα κάνω κτ, είναι βέβαιο ότι θα κάνω κτ έκφρ
  είναι αναμενόμενο ότι θα κάνω κτ έκφρ
 That boy is so reckless, he's bound to end up in jail.
 The vase that was balanced on the edge of the table fell off, which was bound to happen.
 Εκείνο το αγόρι είναι τόσο απερίσκεπτο. Είναι σίγουρο (or: είναι βέβαιο) ότι θα καταλήξει στη φυλακή.
 Το βάζο που ισορροπούσε στην άκρη του τραπεζιού έπεσε, πράγμα που ήταν αναμενόμενο.
bound up,
bound-up
adj
(body part: bandaged)δεμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)μπανταρισμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 The footballer limped off the pitch, clutching his bound-up leg.
deskbound,
desk-bound
adj
(person: doing a sedentary job)που κάνει καθιστική εργασία περίφρ
deskbound,
desk-bound
adj
(job: sedentary)καθιστικός επίθ
duty-bound adj (obliged)ηθικά υποχρεωμένος επίρ + επίθ
  που έχει ηθική υποχρέωση περίφρ
homeward bound adj (going home)που πηγαίνει σπίτι, που επιστρέφει σπίτι περίφρ
 After twelve months at sea, Connor was homeward bound again.
homeward bound adv (towards home)προς το σπίτι φρ ως επίρ
 Admiral Shovell was sailing homeward bound from the Mediterranean.
ironbound,
iron-bound,
iron bound
adj
(bound with iron)σιδηρόδετος επίθ
ironbound,
iron-bound,
iron bound
adj
figurative (rigid, unyielding)αυστηρός επίθ
  (μεταφορικά)άκαμπτος, ανελαστικός επίθ
ironbound,
iron-bound,
iron bound
adj
archaic, figurative (coast: covered with rocks)βραχώδης επίθ
leather-bound adj (book: leather cover) (βιβλίο)δερματόδετος επίθ
musclebound,
muscle-bound
adj
(of very muscular physique)πολύ μυώδης επίρ + επίθ
  πολύ σωματώδης επίρ + επίθ
recession bound,
recession-bound
adj
(heading for economic downturn)οδηγούμενος προς ύφεση περίφρ
remain bound vi + adj figurative (be constrained)δεσμεύομαι ρ αμ
  είμαι περιορισμένος ρ αμ + επίθ
 Due to European law, the government remains bound as regards what it is allowed to do.
remain bound by [sth] v expr figurative (be constrained by [sth])δεσμεύομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
  είμαι περιορισμένος από κτ έκφρ
 Jason remained bound by the terms of his contract.
remain bound by [sth] to do [sth] v expr figurative (be constrained do to [sth])είμαι υποχρεωμένος από κτ να κάνω κτ έκφρ
  υποχρεούμαι από κτ να κάνω κτ έκφρ
  δεσμεύομαι από κτ να κάνω κτ έκφρ
 People remain bound by law to pay the tax.
softbound (US),
soft-bound (UK)
adj
(book: paperback)χαρτόδετος επίθ
  με μαλακή βιβλιοδεσία
time bound,
time-bound
adj
(having a deadline)που έχει χρονικό περιορισμό περίφρ
  που έχει προθεσμία περίφρ
  χρονικά περιορισμένος περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
 The project leader presented his team with a series of time-bound targets.
upper bound n (mathematics: greater or equal number)ανώτατο όριο ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bounding στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bounding».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!