WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| concrete n | (material) | σκυρόδεμα ουσ ουδ |
| | (καθομιλουμένη) | μπετό, μπετόν ουσ ουδ άκλ |
| | A statue made of concrete is at the entrance to the park. |
| | Ένα άγαλμα φτιαγμένο από σκυρόδεμα βρίσκεται στην είσοδο του πάρκου. |
| concrete n as adj | (made of concrete) | από σκυρόδεμα, από μπετόν περίφρ |
| | (συχνό, αν και λάθος) | τσιμεντένιος επίθ |
| | There is a concrete jogging path that runs throughout the park. |
| | Υπάρχει ένας τσιμεντένιος διάδρομος για τρέξιμο που διασχίζει το πάρκο. |
| concrete adj | (real, material) | αληθινός, πραγματικός επίθ |
| | (μεταφορικά) | χειροπιαστός, απτός επίθ |
| | The judge wants concrete proof of the crime. |
| concrete adj | (not abstract) | σαφής, ξεκάθαρος επίθ |
| | (μεταφορικά) | χειροπιαστός, απτός επίθ |
| | The word "banana" has a concrete meaning. |
| | Η λέξη «μπανάνα» έχεις σαφή σημασία. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: