clergy

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈklɜːrdʒi/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈklɝdʒi/ ,USA pronunciation: respelling(klûrjē)

Inflections of 'clergy' (n): npl: clergies
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
clergy n (Christian ministers) (χριστιανοί ιερείς)κλήρος ουσ αρσ
  ιερατείο ουσ ουδ
 A group of local clergy opposed the curfew.
 Μια ομάδα του τοπικού κλήρου αντιτέθηκε στην απαγόρευση της κυκλοφορίας.
 Μια ομάδα από το ιερατείο της περιοχής αντιτέθηκε στην απαγόρευση της κυκλοφορίας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'clergy' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση clergy στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «clergy».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!