• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
canola n US, Can (rape: crop grown for oil) (φυτό)κανόλα ουσ θηλ
 This region is known for the cultivation of canola that will be used to make oil.
canola (US,
Can),
rapeseed (UK)
n
(edible oil)λάδι κανόλα φρ ως ουσ ουδ
  κραμβέλαιο ουσ ουδ
 I usually use canola for cooking because it is relatively inexpensive.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
canola oil (US,
Can),
rapeseed oil,
rape oil (UK)
n
(edible oil)λάδι κανόλα φρ ως ουσ ουδ
  κραμβέλαιο ουσ ουδ
 Canola oil is often used for frying food.
 Rapeseed oil is delicious in salad dressings.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'canola' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση canola στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «canola».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!