WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| canoeing n | (activity: travel by canoe) (δραστηριότητα) | κανό ουσ ουδ άκλ |
| | Since Andrew lives on a lake, he commutes to work by canoeing. |
| canoeing n | (sport: using a canoe) (άθλημα) | κανό ουσ ουδ άκλ |
| | Canoeing in the mountain lakes is popular in the autumn. |
| | Το κανό στις λίμνες του βουνού είναι πολύ δημοφιλές το φθινόπωρο. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| canoe n | (type of paddle boat, kayak) | κανό ουσ ουδ άκλ |
| | The creek's only wide enough for a canoe. |
| | Το ρέμα είναι τόσο πλατύ όσο για να χωράει ένα κανό. |
| canoe⇒ vi | (use a canoe) | κάνω κανό περίφρ |
| | (ως μετακίνηση) | κατεβαίνω με κανό περίφρ |
| Σχόλιο: Εναλλακτικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και άλλο ρήμα, π.χ. διασχίζω με κανό, περνάω με κανό κλπ. |
| | We canoed down a small stretch of the river. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μου άρεσε πολύ να κάνω κανό όταν ήμουνα παιδί. |
| | Κατεβήκαμε με κανό ένα μικρό κομμάτι του ποταμού. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: