camping

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkæmpɪŋ/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: camping, camp

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
camping n (activity)κάμπινγκ, camping ουσ ουδ άκλ
  κατασκήνωση ουσ θηλ
 Kim enjoys hiking and camping in the summer.
 Στην Κιμ αρέσουν η πεζοπορία και η κατασκήνωση το καλοκαίρι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
camp n (military)στρατόπεδο ουσ ουδ
  (μτφ: μόνο προσωρινό)βάση ουσ θηλ
  (άσκηση στρατιωτική)σκηνάκια ουσ ουδ πλ
 Soldiers built their camp near the front line.
 Οι στρατιώτες έστησαν τη βάση τους κοντά στην πρώτη γραμμή.
camp n (outdoor lodging: recreation)κάμπινγκ ουσ ουδ άκλ
  (συνήθως παιδική)κατασκήνωση ουσ θηλ
 The family set up a tent at the camp.
 Η οικογένεια έστησε τη σκηνή της στο κάμπινγκ.
camp n (outdoor summer program)κατασκήνωση ουσ θηλ
  (χωρίς διανυκτέρευση)camp ουσ ουδ άκλ
 My daughter's camp offers swimming and singing by the fire.
 Στην κατασκήνωση της κόρης μου προσφέρουν κολύμβηση και τραγούδια γύρω από τη φωτιά.
camp n (prison)στρατόπεδο συγκέντρωσης φρ ως ουσ ουδ
 Political prisoners were sent to camps.
camp n (in-group) (μεταφορικά)στρατόπεδο ουσ ουδ
 That politician is part of the leftist camp.
 Εκείνος ο πολιτικός ανήκει στο αριστερό στρατόπεδο.
camp vi (lodge outdoors: recreation)κατασκηνώνω ρ αμ
  στήνω τη σκηνή έκφρ
 We camped in a tent under the stars.
 Κατασκηνώσαμε κάτω από τον έναστρο ουρανό.
 Στήσαμε τη σκηνή κάτω από τα αστέρια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
camp adj (man: effeminate)θηλυπρεπής επίθ
  γυναικωτός επίθ
 Jenkins plays the role of a camp young man in the film.
camp adj (performance: affected, theatrical)επιτηδευμένος μτχ πρκ
  αφύσικος επίθ
 The camp performances of the actors greatly amused the audience.
camp vi (live as if camping) (μεταφορικά)κατασκηνώνω ρ αμ
 The houseguests camped in the living room.
camp vi (remain persistently in one place)παραμένω ρ αμ
  (μεταφορικά)κατασκηνώνω ρ αμ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
camp | camping
ΑγγλικάΕλληνικά
camp out vi phrasal (stay in tent)κατασκηνώνω ρ αμ
 We camped out in the forest.
camp out vi phrasal figurative (live temporarily) (μεταφορικά)κατασκηνώνω ρ αμ
 I camped out in the living room so I could watch TV.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
camping | camp
ΑγγλικάΕλληνικά
campground,
camp ground,
camping ground (US),
campsite,
camp site,
camping site (UK)
n
(site for a camp) (οργανωμένος)χώρος κατασκήνωσης φρ ως ουσ αρσ
  (μη οργανωμένος)χώρος που επιτρέπεται η κατασκήνωση περίφρ
 Please put up tents only in designated campgrounds.
 Παρακαλώ, στήστε τις σκηνές σας μόνο στους προκαθορισμένους χώρους κατασκήνωσης.
campground,
camp ground,
camping ground (US)
n
(campsite: site of a camp) (οργανωμένος)χώρος κατασκήνωσης φρ ως ουσ αρσ
  (μη οργανωμένος)χώρος που επιτρέπεται η κατασκήνωση περίφρ
camping equipment n (tents, sleeping bags, etc.)εξοπλισμός για κατασκήνωση περίφρ
  εξοπλισμός για κάμπινγκ περίφρ
camping gear n (equipment for staying outdoors)εξοπλισμός για κάμπινγκ περίφρ
 We loaded all our camping gear into the car and set out for the Rockies.
camping hardware n (equipment for staying outdoors)εξοπλισμός για κατασκήνωση περίφρ
  εξοπλισμός για κάμπινγκ περίφρ
camping holiday n UK (vacation: sleeping in a tent) (οργανωμένος χώρος)διακοπές σε κάμπινγκ περίφρ
  (γενικά)διακοπές με σκηνή περίφρ
 Camping holidays are more enjoyable in good weather.
camping stove,
camp stove
n
(portable gas cooker)γκαζάκι ουσ ουδ
  καμινέτο ουσ ουδ
  (μεγάλο μέγεθος)γκαζιέρα ουσ θηλ
 Most camping stoves use propane now.
 I never take my camp stove on long trips; it's heavy.
campsite,
campsite,
camp site,
camping site (UK)
n
(place for camping)χώρος κατασκήνωσης φρ ως ουσ αρσ
  σημείο για κατασκήνωση φρ ως ουσ ουδ
 We're going back to the same campsite we stayed at last year.
go camping v expr (stay outdoors in a tent)πηγαίνω για κάμπινγκ, πάω για κάμπινγκ περίφρ
  κάνω κάμπινγκ περίφρ
 The weather is going to be fine so let's go camping this weekend.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'camping' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: went on a camping [trip, expedition, vacation], [sell, buy] camping [accessories, equipment, gear], camping [magazines, areas], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση camping στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «camping».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!