can't

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkɑːnt/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(kant, känt)

Σε αυτή τη σελίδα: can't, can

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
can't contraction colloquial, abbreviation (can not)δεν μπορώ περίφρ
  δεν έχω τη δυνατότητα περίφρ
  δεν είμαι σε θέση περίφρ
 I can't hear the doorbell when I'm in the back room.
 Όταν είμαι στο πίσω δωμάτιο δεν μπορώ να ακούσω το κουδούνι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
can v aux (be able to) (έχω την ικανότητα)μπορώ ρ μ
 I can carry those suitcases for you.
 Μπορώ να μεταφέρω τις βαλίτσες σου εγώ.
can v aux (know how to)ξέρω ρ μ
  μπορώ ρ μ
 She can play the piano.
 Ξέρει να παίζει πιάνο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μπορεί να παίξει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν στο πιάνο.
can v aux (have the right to) (έχω δικαίωμα)μπορώ ρ μ
 The prime minister can call an election whenever he wants to.
 Ο πρωθυπουργός μπορεί να ανακοινώνει εκλογές όποτε θέλει.
can v aux (be allowed to) (μου επιτρέπεται)μπορώ ρ μ
 Can I borrow your car tonight?
 Μπορώ να δανειστώ το αυτοκίνητό σου απόψε;
can v aux (be possible) (είναι πιθανό)μπορεί ρ απρ
  ενδέχεται ρ απρ
 Such things can happen if you're not careful.
 Τέτοια πράγματα μπορεί να συμβούν αν δεν προσέχεις.
can n US (tin: metal container)δοχείο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κουτί ουσ ουδ
 We need three more cans of paint.
 Χρειαζόμαστε τρία δοχεία με μπογιά ακόμα.
 Χρειαζόμαστε τρία κουτιά μπογιά ακόμα.
can n US (tin: of food) (συσκευασία τροφίμων)κονσέρβα ουσ θηλ
  (για ποτά)κουτάκι ουσ ουδ
 Pass me that can of peas.
 Δώσε μου αυτή την κονσέρβα με μπιζέλια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
can n (fuel) (δοχείο καυσίμων)μπιτόνι, ντεπόζιτο ουσ ουδ
 We should fill this extra can with gas in case we run out.
the can n US, slang (toilet)τουαλέτα ουσ θηλ
  (άκομψο, αγενές)καμπινές ουσ αρσ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος αργκό.
 Excuse me. I have to go to the can.
the can n slang (jail, gaol) (μεταφορικά: φυλακή)στενή επίθ ως ουσ
  φρέσκο επίθ ως ουσ
  (αργκό)πλεχτό, κάγκελο ουσ ουδ
  (παλαιό)ψειρού ουσ θηλ
 He's been in the can for three months now.
can n slang (military: warship)πολεμικό πλοίο επίθ + ουσ ουδ
 After a few repairs the can was back in the water heading across the ocean.
can n US, slang (buttocks)πισινός επίθ ως ουσ αρσ
  (χυδαίο)κώλος ουσ αρσ
 That toilet seat's so cold you'll freeze your can sitting on it.
a can of [sth] n (contents of a tin)κονσέρβα ουσ θηλ
  (για ποτό)κουτάκι ουσ ουδ
 I'll just have a can of beans for lunch.
 Θα φάω μόνο μια κονσέρβα φασόλια για μεσημεριανό.
can v aux (have the qualifications to) (έχω γνώση, ικανότητα)μπορώ ρ μ
 A doctor can treat people more extensively than a nurse.
can v aux (tend to) (έχω την τάση)μπορώ ρ μ
 He can be really annoying sometimes.
can [sth] vtr (preserve in a jar, etc.)κάνω κονσέρβα περίφρ
  κονσερβοποιώ ρ μ
 They canned most of their peppers for the winter.
 Έκαναν κονσέρβες τις περισσότερες πιπεριές τους για τον χειμώνα.
 Κονσερβοποίησαν τις περισσότερες πιπεριές τους για τον χειμώνα.
can [sb] vtr US, slang (fire, dismiss) (αργκό: απολύω)στέλνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)διώχνω ρ μ
  (καθομ: απολύομαι)παίρνω πόδι έκφρ
 He should have been canned for that kind of behavior.
 Θα έπρεπε να σε είχαν στείλει μετά από αυτή τη συμπεριφορά.
 Θα έπρεπε να τον είχαν διώξει εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς.
 Θα έπρεπε να έχει πάρει πόδι εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς.
can [sth] vtr US, slang (stop doing)σταματάω, σταματώ ρ μ
  (καθομιλουμένη, μτφ)κόβω ρ μ
 You two! Can that fighting! Now!
 Ε, εσείς οι δύο! Σταματήστε να τσακώνεστε! Τώρα!
 Ε, εσείς οι δύο! Κόφτε τον τσακωμό! Τώρα!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
can't | can
ΑγγλικάΕλληνικά
get over [sth] vtr phrasal insep (accept, believe: [sth] surprising)πιστεύω ρ μ
 Paul is so gorgeous; I'm still trying to get over the fact that he asked me out.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
can't | can
ΑγγλικάΕλληνικά
Beggars can't be choosers. expr informal (When in need, take what's offered.) (καθομιλουμένη)Στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι. έκφρ
  (λαϊκότροπο)Από το ολότελα καλή και η Παναγιώταινα. έκφρ
can't stand [sth/sb] v expr informal (find intolerable)δεν αντέχω κπ/κτ έκφρ
 I can't stand my overbearing, demanding boss.
 Δεν αντέχω το αυταρχικό και απαιτητικό αφεντικό μου.
can't be arsed v expr vulgar, informal, UK (unwilling to make effort) (αργκό)δεν παίζει, δεν ψήνομαι έκφρ
can't be arsed to do [sth] v expr vulgar, informal, UK (unwilling to make effort)δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω κτ έκφρ
  (αργκό)δεν παίζει να κάνω κτ έκφρ
  δεν ψήνομαι να κάνω κτ έκφρ
 I've lost the remote control and I can't be arsed to get up and change the channel.
can't be bothered adj informal (unwilling to make effort)δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ έκφρ
 I can't be bothered with proofreading, so I just post my e-mails as they are, misspellings and all.
can't be bothered to do [sth] adj informal (unwilling to make effort)δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ έκφρ
 Nieve wore her work clothes to the restaurant because she couldn't be bothered to change.
can't be helped,
cannot be helped
v expr
informal (unavoidable)δεν γίνεται κάτι άλλο περίφρ
  (κατάσταση)αναπόφευκτος επίθ
 It's a pity that Deborah can't come with us, but it can't be helped.
can't be in all places at one time v expr US, informal (have too many obligations) (καθομιλουμένη)δεν τα προλαβαίνω όλα περίφρ
 I can't be in all places at one time so someone will have to help me.
can't help [sth],
can't help doing [sth],
cannot help
v expr
(feel compelled to do [sth])αναπόφευκτος επίθ
  αναπόφευκτα επίρ
  δεν μπορώ παρά να κάνω κτ περίφρ
 I can't help wondering if she really knows what she's doing.
 Είναι αναπόφευκτο να αναρωτιέμαι αν ξέρει πραγματικά τι κάνει.
 Δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι αν ξέρει πραγματικά τι κάνει.
can't help yourself v expr informal (be compelled to do [sth])δεν μπορώ να κάνω αλλιώς έκφρ
 She can't help herself - she has to criticize everything I do.
can't wait for [sth] v expr figurative, informal (be impatient for) (για κτ, να γίνει κτ)ανυπομονώ ρ αμ
  περιμένω κτ πώς και πώς έκφρ
 I can't wait for this day to be over.
cannot help but do [sth],
can't help but do [sth]
v expr
(find unavoidable)δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά να έκφρ
 I cannot help but notice the enormous coffee stain on the front of your white blouse.
 Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τον τεράστιο λεκέ από καφέ στο μπροστινό μέρος της άσπρης μπλούζας σου.
I can't wait! interj (I am excited about [sth])δεν κρατιέμαι έκφρ
  δεν μπορώ να περιμένω έκφρ
 "This time next week we'll be on holiday." "I can't wait!"
 «Την ερχόμενη βδομάδα, τέτοια ώρα θα είμαστε διακοπές». «Δεν κρατιέμαι!»
can't do [sth] to save your life expr (extremely bad at [sth])δεν μπορώ με τίποτα να κάνω κτ έκφρ
  δεν μπορώ να κάνω κτ που να κρέμεται η ζωή μου από αυτό έκφρ
 Heather couldn't bake a cake to save her life.
you can't make a silk purse out of a sow's ear expr (poor materials make poor products)δεν μπορείς να φτιάξεις κάτι καλό από κακή πρώτη ύλη
Σχόλιο: Δεν υπάρχει κάποια αντίστοιχη παροιμία και αποδίδεται κατά περίπτωση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'can't' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση can't στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «can't».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!