| Κύριες μεταφράσεις |
| bum n | US, informal (street person) | αλήτης, αλήτισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | There are a lot of bums downtown who panhandle in the tourist areas. |
| | Υπάρχουν πολλοί αλήτες στο κέντρο της πόλης που ζητιανεύουν στις τουριστικές περιοχές. |
| bum n | informal, figurative (idle person) | τεμπέλης, τεμπέλα επίθ ως ουσ αρσ, επίθ ως ουσ θηλ |
| | (ζει εις βάρος άλλων) | χαραμοφάης, χαραμοφάισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | (μεταφορικά) | κηφήνας ουσ αρσ |
| | (μειωτικό, μεταφορικά) | κοπρόσκυλο ουσ ουδ |
| | Gina's brother is a bum; he's thirty-five but has no job and lives with his mother. |
| | Ο αδελφός της Τζίνας είναι ένας τεμπέλης. Είναι τριάντα πέντε χρονών, αλλά δεν εργάζεται και ζει με τη μητέρα του. |
| bum n | UK, informal (buttocks) (άκομψο, ανεπίσημο) | κώλος ουσ αρσ |
| | | πισινός επίθ ως ουσ αρσ |
| | | ποπός ουσ αρσ |
| | A dog bit Drake on the bum! |
| | Ένα σκυλί δάγκωσε τον Ντρέικ στον πισινό! |
| bum [sth]⇒ vtr | slang (obtain by asking, begging) (αργκό: συνήθως τσιγάρο) | κάνω τράκα περίφρ |
| | (πράγμα: χωρίς επιστροφή) | δανείζομαι ρ μ |
| | (μτφ, αποδοκιμασίας) | ζητιανεύω ρ μ |
| | I wound down my car window and the man asked me if he could bum a ride. |
| | Κατέβασα το παράθυρο του αυτοκινήτου μου και ένας άνδρας με ρώτησε αν μπορούσε να κάνει τράκα μια κούρσα. |
bum [sth] off [sb], bum [sth] from [sb] vtr + prep | slang (obtain by asking, begging) (αργκό: συνήθως τσιγάρο) | κάνω τράκα κτ από κπ περίφρ |
| | (πράγμα: χωρίς επιστροφή) | δανείζομαι κτ από κπ ρ μ + πρόθ |
| | (μτφ, αποδοκιμασίας) | ζητιανεύω κτ από κπ ρ μ + πρόθ |
| | Brad is always bumming cigarettes off his friends. |
| | Ο Μπραντ πάντα κάνει τράκα τσιγάρα από τους φίλους του. |
| bum adj | informal (inferior, of poor quality) | ελεεινός, κάκιστος, άθλιος επίθ |
| | (καθομιλουμένη) | χάλια επίθ |
| | Evan gave me bum advice; I wish I hadn't listened to him. |
| bum adj | informal (false, misleading) | ψεύτικος επίθ |
| | | παραπλανητικός επίθ |
| | (μεταφορικά) | μαϊμού ουσ ως επίθ |
| | The informant gave the cops a bum lead. |
| bum adj | informal (lame) (πόδι) | κουτσός επίθ |
| | (χέρι) | κουλός επίθ |
| | (γενικά) | χτυπημένος, τραυματισμένος μτχ πρκ |
| | He can't run until his bum leg heals. |
| | Δεν μπορεί να τρέξει μέχρι να γίνει καλά το κουτσό του πόδι. |