• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: bummed, bum

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bummed,
bummed out
adj
US, slang (disappointed, sad) (μεταφορικά)πεσμένος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bum n US, informal (street person)αλήτης, αλήτισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 There are a lot of bums downtown who panhandle in the tourist areas.
 Υπάρχουν πολλοί αλήτες στο κέντρο της πόλης που ζητιανεύουν στις τουριστικές περιοχές.
bum n informal, figurative (idle person)τεμπέλης, τεμπέλα επίθ ως ουσ αρσ, επίθ ως ουσ θηλ
  (ζει εις βάρος άλλων)χαραμοφάης, χαραμοφάισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (μεταφορικά)κηφήνας ουσ αρσ
  (μειωτικό, μεταφορικά)κοπρόσκυλο ουσ ουδ
 Gina's brother is a bum; he's thirty-five but has no job and lives with his mother.
 Ο αδελφός της Τζίνας είναι ένας τεμπέλης. Είναι τριάντα πέντε χρονών, αλλά δεν εργάζεται και ζει με τη μητέρα του.
bum n UK, informal (buttocks) (άκομψο, ανεπίσημο)κώλος ουσ αρσ
  πισινός επίθ ως ουσ αρσ
  ποπός ουσ αρσ
 A dog bit Drake on the bum!
 Ένα σκυλί δάγκωσε τον Ντρέικ στον πισινό!
bum [sth] vtr slang (obtain by asking, begging) (αργκό: συνήθως τσιγάρο)κάνω τράκα περίφρ
  (πράγμα: χωρίς επιστροφή)δανείζομαι ρ μ
  (μτφ, αποδοκιμασίας)ζητιανεύω ρ μ
 I wound down my car window and the man asked me if he could bum a ride.
 Κατέβασα το παράθυρο του αυτοκινήτου μου και ένας άνδρας με ρώτησε αν μπορούσε να κάνει τράκα μια κούρσα.
bum [sth] off [sb],
bum [sth] from [sb]
vtr + prep
slang (obtain by asking, begging) (αργκό: συνήθως τσιγάρο)κάνω τράκα κτ από κπ περίφρ
  (πράγμα: χωρίς επιστροφή)δανείζομαι κτ από κπ ρ μ + πρόθ
  (μτφ, αποδοκιμασίας)ζητιανεύω κτ από κπ ρ μ + πρόθ
 Brad is always bumming cigarettes off his friends.
 Ο Μπραντ πάντα κάνει τράκα τσιγάρα από τους φίλους του.
bum adj informal (inferior, of poor quality)ελεεινός, κάκιστος, άθλιος επίθ
  (καθομιλουμένη)χάλια επίθ
 Evan gave me bum advice; I wish I hadn't listened to him.
bum adj informal (false, misleading)ψεύτικος επίθ
  παραπλανητικός επίθ
  (μεταφορικά)μαϊμού ουσ ως επίθ
 The informant gave the cops a bum lead.
bum adj informal (lame) (πόδι)κουτσός επίθ
  (χέρι)κουλός επίθ
  (γενικά)χτυπημένος, τραυματισμένος μτχ πρκ
 He can't run until his bum leg heals.
 Δεν μπορεί να τρέξει μέχρι να γίνει καλά το κουτσό του πόδι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
bum | bummed
ΑγγλικάΕλληνικά
bum around vi phrasal US, slang (be idle)χαζολογάω ρ αμ
  (αργκό)κωλοβαράω ρ αμ
 Over the holidays, I just bummed around and watched TV.
bum around vi phrasal US, slang (live as vagrant)αλητεύω ρ αμ
bum [sb] out vtr phrasal sep mainly US (upset, depress) (μεταφορικά)χαλάω ρ μ
  (μεταφορικά)ρίχνω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
bum | bummed
ΑγγλικάΕλληνικά
beach bum n slang (person who lazes on beach)αυτός που τεμπελιάζει στην παραλία περίφρ
  αυτός που αράζει στην παραλία περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Brad spent the summer being a beach bum.
 Ο Μπραντ πέρασε το καλοκαίρι τεμπελιάζοντας στην παραλία.
bum rap n slang (unjust accusation)άδικη κατηγορία ουσ θηλ
 Jason was nowhere near the scene of the crime, but got arrested anyway. He's getting a bum rap.
bum rap n slang (wrongful conviction)άδικη καταδίκη επίθ + ουσ θηλ
butt cheek (US),
bum cheek (UK)
n
usually plural, slang (buttock) (καθομιλουμένη)κωλομέρι ουσ ουδ
  (αργκό)κωλομάγουλο ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bummed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bummed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!