• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: brimming, brim

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
brimming adj (filled to the top)ξέχειλος επίθ
  γεμάτος μέχρι πάνω περίφρ
 She brought me a brimming cup of cocoa.
brimming with [sth] adj + prep (full of, containing [sth])είμαι γεμάτος με κτ περίφρ
  είμαι γεμάτος μέχρι πάνω με κτ περίφρ
 The glass was brimming with champagne.
brimming with [sth] adj + prep figurative (full of [sth])ξεχειλίζω από κτ ρ αμ + πρόθ
  είμαι γεμάτος κτ ρ έκφρ
 This young teacher is brimming with new ideas.
 Αυτή η νεαρή δασκάλα είναι γεμάτη νέες ιδέες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
brim n (of hat) (γύρω γύρω)μπορ ουσ ουδ άκλ
  (μόνο μπροστά)γείσο ουσ ουδ
 The brim of the man's hat was frayed and faded.
 Το γείσο του καπέλου του άνδρα ήταν ξεφτισμένο και ξεθωριασμένο.
brim n (top edge of container) (μεταφορικά)χείλος ουσ ουδ
 The brim of the bucket was cracked.
 Το χείλος του κουβά ήταν σπασμένο.
brim with [sth] vi + prep (be full of)είμαι γεμάτος κτ ρ έκφρ
  (μεταφορικά)ξεχειλίζω από κτ ρ αμ + πρόθ
  (επίσημο, μεταφορικά)βρίθω από κτ ρ αμ + πρόθ
 The children were brimming with excitement.
 The old lady's eyes brimmed with tears as she spoke of her late husband.
 Τα παιδιά ήταν γεμάτα ενθουσιασμό.
 Τα μάτια της γηραιάς κυρίας ξεχείλιζαν από δάκρυα καθώς μιλούσε για τον μακαρίτη τον άνδρα της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
brim n (edge, brink)χείλος ουσ ουδ
  άκρη ουσ θηλ
 Standing on the brim of the cliff, Leo could feel the wind on his face.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
brim | brimming
ΑγγλικάΕλληνικά
to the brim adv (to the very top)ξεχειλισμένος, ξέχειλος επίθ
  γεμάτος μέχρι πάνω φρ ως επίθ
 The cup was full to the brim and I spilled some of the coffee when I tried to carry it across the room.
to the brim adv figurative (as much as possible)γεμάτος επίθ
  κατακλυσμένος επίθ
 Michelle was full to the brim with the joy of living.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση brimming στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «brimming».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!