Showing results for:

bring about



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bring [sth] about,
bring about [sth]
vtr phrasal sep
(cause)φέρνω, πραγματοποιώ ρ μ
  (όχι για άνθρωπο)έχω ως αποτέλεσμα περίφρ
  οδηγώ σε κτ ρ αμ + πρόθ
  επιφέρω ρ αμ
 He promised that he would bring about change.
 Υποσχέθηκε ότι θα πραγματοποιήσει αλλαγές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
combine to bring about [sth] v expr (cause jointly)συντελώ στην πρόκληση περίφρ
  συμβάλλω στην πρόκληση περίφρ
 Opposition to the government and anger at the police combined to bring about the riots.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'bring about' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bring about στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bring about».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!