WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| brightness n | (light: high intensity) | φωτεινότητα ουσ θηλ |
| | | λάμψη ουσ θηλ |
| | | ένταση ουσ θηλ |
| | The brightness of the midday sun blinded me for a moment. |
| | Η λάμψη του μεσημεριάτικου ήλιου με τύφλωσε για μια στιγμή. |
| brightness n | (light: relative intensity) | φωτεινότητα ουσ θηλ |
| | Could you adjust the brightness on the TV? It's giving me a headache. |
| | Μπορείς να ρυθμίσεις τη φωτεινότητα της τηλεόρασης; Μου προκαλεί πονοκέφαλο. |
| brightness n | figurative (intelligence) (μεταφορικά) | εξυπνάδα, ευφυΐα, οξύνοια ουσ θηλ |
| | The children seem to have inherited their father's brightness. |
| | Τα παιδιά φαίνεται πως κληρονόμησαν την εξυπνάδα (or: ευφυΐα) του πατέρα τους. |
| brightness n | figurative (cheerfulness) (μεταφορικά: ενθουσιασμός, αισιοδοξία) | ευθυμία, ζωηράδα, ζωντάνια ουσ θηλ |
| | The brightness of the pastor's mood proved infectious. |
| | Η ευθυμία της διάθεσης του ιερέα αποδείχθηκε μεταδοτική. |