boxer

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbɒksə/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈbɑksɚ/ ,USA pronunciation: respelling(boksər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
boxer n (pugilist, fist-fighter)πυγμάχος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)μποξέρ ουσ αρσ
 He had a short career as a boxer but then got involved with drugs.
 Είχε μια σύντομη καριέρα ως πυγμάχος, αλλά μετά έμπλεξε με ναρκωτικά.
boxer n (breed of dog) (ράτσα σκύλου)μπόξερ ουσ ουδ άκλ
 Our boxer's very docile and good with children.
 Το μπόξερ μας είναι πολύ υπάκουο και καλό με τα παιδιά.
boxers npl (men's boxer shorts) (εσώρουχο: υποκοριστικό)σορτσάκι, μποξεράκι ουσ ουδ
 He only wears silk boxers that he has specially made.
 Φοράει μόνο σατέν σορτσάκια (or: μποξεράκια) τα οποία έχει φτιάξει ο ίδιος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
boxer shorts npl (men's undershorts)μποξεράκι ουσ ουδ
Σχόλιο: υποκοριστικό του μπόξερ (ξενικό, άκλιτο)
 My husband wears briefs, but my son prefers boxer shorts.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'boxer' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση boxer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «boxer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!