WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
boxer n | (pugilist, fist-fighter) | πυγμάχος ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | μποξέρ ουσ αρσ |
| He had a short career as a boxer but then got involved with drugs. |
| Είχε μια σύντομη καριέρα ως πυγμάχος, αλλά μετά έμπλεξε με ναρκωτικά. |
boxer n | (breed of dog) (ράτσα σκύλου) | μπόξερ ουσ ουδ άκλ |
| Our boxer's very docile and good with children. |
| Το μπόξερ μας είναι πολύ υπάκουο και καλό με τα παιδιά. |
boxers npl | (men's boxer shorts) (εσώρουχο: υποκοριστικό) | σορτσάκι, μποξεράκι ουσ ουδ |
| He only wears silk boxers that he has specially made. |
| Φοράει μόνο σατέν σορτσάκια (or: μποξεράκια) τα οποία έχει φτιάξει ο ίδιος. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: