bodily

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbɒdɪli/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈbɑdəli/ ,USA pronunciation: respelling(bodl ē)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bodily adj (physical, corporeal)σωματικός επίθ
 Does the mind survive when bodily life ends?
 Ο νους εξακολουθεί να ζει μετά το τέλος της σωματικής ύπαρξης;
bodily adj (relating to the body)σωματικός επίθ
 She's lost several bodily functions and now needs constant care.
 Έχει χάσει πολλές σωματικές λειτουργίες και τώρα χρειάζεται διαρκή φροντίδα.
bodily adv (physically)ολόκληρος επίθ
  ενιαίος επίθ
  ως σύνολο φρ ως επίρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The flood waters swept away the houses bodily.
 Τα νερά της πλημμύρας παρέσυραν ολόκληρα σπίτια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Actual Bodily Harm n UK (law: physical injury) (νομική)απλή σωματική βλάβη έκφρ
GBH n UK, initialism (grievous bodily harm)Βαριά Σωματική Βλάβη φρ ως ουσ θηλ
grievous bodily harm n UK (law: serious injury)βαριά σωματική βλάβη φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'bodily' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bodily στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bodily».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!